«Η Επανάσταση του 1821 ως καταστατικό στοιχείο της ελληνικής Ιστορίας, αλλά και ως ψηφίδα της παγκόσμιας Ιστορίας».
Αντικείμενο του άξονα είναι η καλύτερη κατανόηση της Επανάστασης του 1821, η ανάδειξη της παγκόσμιας σημασίας της, η σχέση της με τις άλλες επαναστάσεις που εκδηλώθηκαν την ίδια περίοδο, το πώς επηρέασε τον υπόλοιπο κόσμο αλλά και το πώς επηρεάστηκε από αυτόν.
“«Όταν θέλω γίνομαι άγγελος και όταν θέλω πάλε γίνομαι διάβολος» – Γεώργιος Καραϊσκάκης
Γεννήθηκε στην Αναστασίτσα,στην σημερινή Νέδουσα της Αρκαδίας,το 1782. Έλαβε μέρος σε πολλές μάχες και ξεχώριζε για το πάθος του και για τις ικανότητες του στο άλμα και στο τρέξιμο. Ήταν άνθρωπος ανιδιοτελής, ταπεινός και υπερήφανος. Στην πολιορκία της Τριπολιτσάς που ήταν ένας από τους πρωταγωνιστές, δεν δέχτηκε να πάρει μερίδιο από τα λάφυρα παρόλο που τα είχε ανάγκη. Στην μάχη των Δολιανών ,στις 19 Μαΐου 1821, στάθηκε αρχηγός και ήρωας, κατατροπώνοντας χιλιάδες Τούρκους. Η πιο γνωστή μάχη όμως που έλαβε μέρος από την οποία αποκόμισε και το προσωνύμιο "Τουρκοφάγος" ήταν η μάχη στα Δερβενάκια. Λέγεται ότι στην μάχη αυτή χάλασε τέσσερα σπαθιά, εκ των οποίων το τέταρτο είχε κολλήσει από το αίμα στο χέρι του, πού είχε πάθει αγκύλωση.
Βοήθησε και τον Γεώργιο Καραϊσκάκη στην Ρούμελη κ στην μάχη πού σκοτώθηκε ο Καραϊσκάκης, τραυματίστηκε ελαφρά στο σαγόνι. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του λόγω της ασχόλησής του για την απελευθέρωση της Μακεδονίας, φυλακίστηκε για δεκατέσσερις μήνες στην Αίγινα, όπου βίωσε κακουχίες κ πολλά βασανιστήρια. Τόσο πολύ που όταν αποφυλακίστηκε, η κόρη του, τον είδε τυφλό και ταλαιπωρημένο και τρελάθηκε. Πέθανε στον Πειραιά, όπου ζούσε σε ένα φτωχόσπιτο, στις 25 Σεπτεμβρίου του 1849. Δυστυχώς η πατρίδα δεν του έδωσε όσα άξιζε ένα τέτοιος αγωνιστής, χωρίς βέβαια ποτέ να πικραθεί ο ίδιος και παρέμεινε πάντα ανιδιοτελής και με τεράστια αγάπη για την πατρίδα του. Παρόλο που ήταν πάντα φτωχός και είχε οικογένεια, ότι κέρδιζε είτε από λάφυρα σε μάχες είτε από βοήθειες άλλων συναγωνιστών του, κρατούσε πολύ λίγα για τον ίδιον και τα περισσότερα τα διέθετε για τον Αγώνα. Η αφιλοκερδειά του, η πολεμική του αρετή και η αγάπη του για την πατρίδα ήταν τέτοιες που τον κατατάσσουν στους μεγαλύτερους πολέμαρχους του 1821.
Η «ψηφίδα» προστέθηκε μετά από πρόταση του κ. Γιώργου Πούλιου.
Το 1827 καθώς οι πολιτικές αντιπαραθέσεις συνεχίζονταν και στρατιωτικές επιχειρήσεις βρίσκονταν σε κρίσιμο σημείο συγκλήθηκε νέα εθνοσυνέλευση στην Τροιζήνα. Η Γ΄ εθνοσυνέλευση ψήφισε καινούργιο Σύνταγμα δημοκρατικότερο από το προηγούμενο και όριζε το Ναύπλιο πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους. Ο Ιωάννης Καποδίστριας εκλέχθηκε κυβερνήτης της Ελλάδας ενώ για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των αιγυπτιακών στρατευμάτων ορίστηκαν ως αρχηγοί των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων οι Άγγλοι αξιωματικοί σερ Ρίτσαρντ Τσώρτς στην ξηρά και ο Λόρδος Τόμας Κόχραν στη θάλασσα.
Η «ψηφίδα» προστέθηκε μετά από πρόταση του κ. Ρωμανού Οφείδη.
Στις 30 Μαρτίου 1841 ιδρύθηκε η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας, με κεφάλαια που προήλθαν κατά βάση από το εξωτερικό. Θεμελιωτής και πρώτος διοικητής της υπήρξε ο Γεώργιος Σταύρου. Η Εθνική Τράπεζα είχε το εκδοτικό προνόμιο χαρτονομισμάτων στην Ελλάδα ως το 1928, οπότε ιδρύθηκε η Τράπεζα της Ελλάδος, και για πολλές δεκαετίες παρέμεινε το κυρίαρχο τραπεζικό συγκρότημα του ελληνικού χώρου.
Μετά από μία δεκαετία αιγυπτιοκρατίας (1830 – 1840), οι Μεγάλες Δυνάμεις επανέφεραν την Κρήτη υπό την κυριαρχία του Σουλτάνου (Συνθήκη του Λονδίνου, 3 Ιουλίου 1840). Οι εξελίξεις αυτές έδωσαν την ευκαιρία στους Κρήτες οπλαρχηγούς να οργανώσουν μία νέα επανάσταση, με σκοπό να επανατοποθετηθεί στο τραπέζι της διεθνούς διπλωματίας το κρητικό ζήτημα. Η επανάσταση κηρύχθηκε στις 22 Φεβρουαρίου 1841, όμως απέτυχε πλήρως. Αξιοσημείωτο είναι πως με το κίνημα αυτό προβλήθηκε για πρώτη φορά από τους Κρήτες επαναστάτες η λύση της αυτονομίας του νησιού, την οποία απέρριψαν οι Μεγάλες Δυνάμεις.
Η ιδέα της ίδρυσης Πανεπιστημίου στην Ελλάδα, που υπήρχε ήδη από τον καιρό του Αγώνα, υλοποιήθηκε στις 14 Απριλίου 1837, με την έκδοση του διατάγματος "Περί συστάσεως του Πανεπιστημίου". Ιδρύθηκε λοιπόν το Πανεπιστήμιο Αθηνών, που αποτελούσε το πρώτο Πανεπιστήμιο του ελληνικού κράτους αλλά και ολόκληρης της Βαλκανικής Χερσονήσου και της ευρύτερης περιοχής της Ανατολικής Μεσογείου. Εγκαινιάστηκε στις 3 Μαΐου 1837. Αρχικά στεγάστηκε σε ένα κτήριο στη βορειοανατολική πλευρά της Ακρόπολης, το οποίο λειτουργεί σήμερα ως Μουσείο του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ονομάστηκε «Οθωνικό Πανεπιστήμιο» και αποτελούνταν από 4 Σχολές με 52 φοιτητές. Το 1841 οι διοικητικές υπηρεσίες και οι Σχολές μεταφέρθηκαν στο σημερινό «κεντρικό κτήριο» του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1932 το Πανεπιστήμιο ονομάστηκε επίσημα Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, προς τιμήν του Ιωάννη Καποδίστρια, πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας μετά την απελευθέρωση. Σήμερα, στο κεντρικό κτήριο στεγάζονται η Πρυτανεία, η Σύγκλητος, η Μεγάλη Αίθουσα Τελετών και άλλες σημαντικές κεντρικές υπηρεσίες.
Τον Σεπτέμβριο του 1834 η Αθήνα, η οποία έχει μόλις απελευθερωθεί από τους Τούρκους, επιλέγεται να γίνει η πρωτεύουσα του νέου κράτους σε ανάμνηση της δόξας του αρχαίου ελληνικού παρελθόντος της. Εκεί θα μεταφερθούν οι πολιτικές και στρατιωτικές ελίτ, ενώ θα αρχίσει και μια ανοικοδόμηση με την ανέγερση των ανακτόρων (1825) και την ίδρυση του Πανεπιστημίου Αθηνών (1837) που θα την μετατρέψει από μια κωμόπολη σε πόλη με ευρωπαϊκές προδιαγραφές.
Ένα από τα πρώτα μέτρα των Βαυαρών ήταν η μονομερής ανακήρυξη του αυτοκέφαλου της ελληνικής εκκλησίας. Το διάταγμα προέβλεπε πως κεφαλή της Εκκλησίας θα ήταν πλέον ο Βασιλιάς, από τον οποίο θα διορίζονταν και οι επίσκοποι, το κλείσιμο πολλών μοναστηριών και τη δήμευση των περιουσιών τους, ενώ έθετε γραμματέα της Ιεράς Συνόδου τον Θ. Φαρμακίδη. Τα νεωτερικά αυτά μέτρα προκάλεσαν την αντίδραση των συντηρητικών κύκλων και ιδιαίτερα του ρωσικού κόμματος, και υπήρξε η αιτία της ανάδυσης νέων συγκρούσεων. Έπαιξε ακόμα ρόλο στη σύγκρουση των Βαυαρών με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, ο οποίος καταδικάστηκε σε θάνατο για συνωμοσία εναντίον του Βασιλιά. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο καταδίκασε το αυτοκέφαλο, ενώ ο συμβιβασμός θα έρθει το 1850 με την αναγνώριση της διοικητικής ανεξαρτησίας της Εκκλησίας της Ελλάδας, η οποία όμως θα παρέμενε δογματικά ενωμένη με το Πατριαρχείο.
Τον Απρίλιο του 1833 θα φύγει από την ζωή επιβαρυμένος από χρόνια προβλήματα υγείας ο Αδαμάντιος Κοραής. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες λογίους και εκφραστές του νεοελληνικού Διαφωτισμού και αφιερώθηκε με ζήλο στην παιδεία και την πνευματική αναγέννηση του ελληνικού έθνους. Από τις περισσότερο σημαντικές συμβολές του ήταν η θέση που πήρε στο γλωσσικό ζήτημα. Αντιτιθέμενος στην αρχαΐζουσα γλώσσα της εποχής, θεώρησε αναγκαία μια γλώσσα κοντά στην ομιλούμενη, χωρίς όμως ξένα στοιχεία, και βασισμένη στην αρχαία ελληνική. Μια τέτοια γλώσσα θα μπορούσε να γίνει κατανοητή από τους απλούς ανθρώπους και να συμβάλλει στη διάδοση της παιδείας.
Με την άφιξη του Όθωνα αποσύρεται από εθνικό νόμισμα ο Φοίνικας και οι υποδιαιρέσεις του, νομίσματα τα οποία είχε εισάγει ο Ιωάννης Καποδίστριας, και αντικαθίσταται από τη Δραχμή. Το νέο νόμισμα υποδιαιρέθηκε σε 100 λεπτά, ενώ καθιερώθηκε η ισοτιμία με το γαλλικό φράγκο. Κυκλοφορούσαν τρεις κατηγορίες νομισμάτων: τα αργυρά, δηλαδή οι δραχμές, τα χάλκινα, δηλαδή οι υποδιαιρέσεις της δραχμής, και τα χρυσά. Αρχικά τα νομίσματα κόβονταν και εκδίδονταν στο Μόναχο, ενώ από το 1836 την λειτουργία αυτή ανέλαβε το Νομισματοκοπείο Αθηνών. Η δραχμή απεικόνιζε την πρόσοψη του Όθωνα με την επιγραφή Όθων Βασιλεύς της Ελλάδος.
Σε αναμονή της άφιξης του Όθωνα, ο γαλλικός στρατός θα φτάσει κατά τις πρώτες μέρες του Ιανουαρίου στο Άργος, όπου θα εμπλακεί σε σύγκρουση με άτακτα ελληνικά στρατεύματα. Αφορμή υπήρξε η κράτηση από τους Γάλλους των οπλαρχηγών Κριεζιώτη και Τσόκρη, κάτι που οδήγησε τους Έλληνες να κινηθούν στρατιωτικά. Η σύγκρουση θα γενικευτεί στον γενικό πληθυσμό με αποτέλεσμα να χαθεί από γαλλικά πυρά σημαντικός αριθμός αμάχων.
Στις 18/30 Αυγούστου υπογράφεται το Πρωτόκολλο της Συνδιάσκεψης του Λονδίνου, με το οποίο αποφασίζεται τα σύνορα του ανεξάρτητου Ελληνικού Κράτους να καθοριστούν στην πρώτη περίπτωση που προέβλεπε η σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, δηλαδή να περιλαμβάνονται και τα εδάφη αριστερά του Σπερχειού προκειμένου να υπάρχει αμοιβαία ασφάλεια ανάμεσα στα δύο κράτη. Τα σύνορα επομένως επανέρχονται στην γραμμή Αμβρακικού-Παγασητικού, και η Ελλάδα καλείται να καταβάλλει αποζημίωση στην Πύλη.
Στις 14 Ιουλίου αρχίζει τις εργασίες της η Δ΄ κατά συνέχεια Εθνική Συνέλευσις στην Πρόνοια του Ναυπλίου, η οποία αυτοανακηρύσσεται σε συντακτική χωρίς όμως να ψηφίσει τελικά Σύνταγμα. Η Συνέλευση επικυρώνει ακόμα την εκλογή του Όθωνα ως βασιλιά της Ελλάδας και καταργεί τη Γερουσία. Σύντομα θα αρχίσουν και πάλι οι εμφύλιες συγκρούσεις, και οι Μεγάλες Δυνάμεις θα αναθέσουν σε γαλλικά στρατεύματα την επαναφορά της τάξης.
Στις 9/21 Ιουλίου υπογράφεται ανάμεσα στις Μεγάλες Δυνάμεις και την Οθωμανική Πύλη η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, με την οποία τα σύνορα του ελληνικού κράτους καθορίζονται στη γραμμή Αμβρακικού-Παγασητικού. Προβλέπεται ακόμα η καταβολή από το Ελληνικό Κράτος αποζημίωσης ύψους 400 εκατομμυρίων τουρκικών γροσίων στην περίπτωση που τα σύνορα αριστερά του Σπερχειού προσδιοριστούν υπέρ της Ελλάδας, ενώ αν τα μέρη αυτά μείνουν στο Οθωμανικό Κράτος η αποζημίωση υπολογίζεται στα 30 εκατομμύρια γρόσια.
Στις 25 Απριλίου/7 Μαΐου θα υπογραφεί η Σύμβαση του Λονδίνου ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις και τον εκπρόσωπο της Βαυαρίας, η οποία προβλέπει το μοναρχικό καθεστώς για την Ελλάδα και εκλέγει στο θρόνο τον Όθωνα. Με τη Σύμβαση αυτή η Ελλάδα γίνεται ανεξάρτητο κράτος και αναγνωρίζεται από τα άλλα κράτη.
Μετά τη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια επικρατεί στην Ελλάδα αναταραχή. Οι αντιπρόσωποι του έθνους συνέρχονται στο Άργος στις 5 Δεκεμβρίου και αρχίζουν τις εργασίες της Ε´ Εθνικής Συνέλευσης. Τη διακυβέρνηση κατέχει προσωρινά η τριανδρία των Αυγ. Καποδίστρια, Θ. Κολοκοτρώνη και Ιω. Κωλέττη, με πρόεδρο τον πρώτο. Η Εθνοσυνέλευση θα ολοκληρωθεί στο Ναύπλιο στις 15 Μαρτίου 1832, οπότε θα ψηφιστεί το Ηγεμονικό Πολιτικό Σύνταγμα της Ελλάδας, το οποίο όμως δεν θα εφαρμοστεί ποτέ. Το Ηγεμονικό Σύνταγμα καθιέρωνε ως πολίτευμα της Ελλάδας τη συνταγματική μοναρχία και τον Βασιλιά ως ανώτατο άρχοντα. Η Εκτελεστική Εξουσία θα ανήκε στον Ηγεμόνα του έθνους, ενώ την νομοθετική θα αναλάμβαναν από κοινού ο Ηγεμόνας, η Γερουσία και η Βουλή. Μέχρι την άφιξη του Βασιλιά, Κυβερνήτης της Ελλάδας ορίστηκε ο Αυγουστίνος Καποδίστριας, ο οποίος όμως θα αναγκαστεί να παραιτηθεί μετά από κίνημα του Ιω. Κωλέττη (Μάρτιος 1832).
Το θάνατο του Καποδίστρια ακολουθεί ένα κενό εξουσίας, το οποίο γίνεται προσπάθεια να καλυφθεί από μια τριανδρία αποτελούμενη από τους Αυγουστίνο Καποδίστρια, Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και Ιωάννη Κωλέττη. Αυτοί με ψήφισμα της Γερουσίας θα αποτελέσουν μια προσωρινή Διοικητική Επιτροπή της Ελλάδας, με πρόεδρο τον Αυγουστίνο. Η επιτροπή θα θεωρηθεί συνέχεια της διακυβέρνησης του Καποδίστρια, και σύντομα θα ανακύψουν και πάλι εμφύλιες συγκρούσεις. Θα δημιουργηθούν δύο Κυβερνήσεις: η νόμιμη κυβέρνηση του Αυγουστίνου Καποδίστρια στο Ναύπλιο, και αυτή του Ιωάννη Κωλέττη στην Περαχώρα. Ο εμφύλιος συνεχίζεται ως τον Ιούνιο του 1832, οπότε οι δυνάμεις θα τοποθετήσουν τον Όθωνα ως πρώτο βασιλιά της Ελλάδας.
Η Βρετανία συναινεί στην υπογραφή νέου Πρωτοκόλλου, το οποίο αλλάζει την συνοριακή γραμμή του ελληνικού κράτους, αναγνωρίζοντας πως τα σύνορα του Πρωτοκόλλου του Φεβρουαρίου του 1830 δεν εξασφαλίζουν την ασφάλεια των δύο χωρών. Το Πρωτόκολλο υπογράφεται στις 14/26 Σεπτεμβρίου 1831, και καθορίζει τα βόρεια σύνορα της Ελλάδας και πάλι στην γραμμή Αμβρακικού-Παγασητικού.
Η σύγκρουση μεταξύ Καποδίστρια και αντιπολίτευσης οξύνεται, με βασικές απαιτήσεις τη σύγκληση Εθνικής Συνέλευσης και την αποκατάσταση του Συντάγματος. Το καλοκαίρι του 1831, ο ναύαρχος Ricord της Ρωσίας μετά από παράκληση του Κυβερνήτη σχεδίαζε τον αποκλεισμό της Ύδρας. Έτσι, στις 14 Ιουλίου μια ομάδα Υδραίων με επικεφαλής τον Αντ. Κριεζή καταλαμβάνουν τα κυβερνητικά πλοία που βρίσκονταν στον Πόρο, και δύο μέρες αργότερα φτάνει και ο Μιαούλης και αναλαμβάνει τη διεύθυνση της επιχείρησης. Παράλληλα, οι δημογέροντες της Ερμούπολης ενισχύουν τους αντιπολιτευόμενους και προτρέπουν την εξέγερση και άλλων περιοχών της χώρας. Η Κυβέρνηση απευθύνεται στις Μεγάλες Δυνάμεις για βοήθεια, και ο Ricord αποκλείει τον Μιαούλη στον Πόρο. Ο τελευταίος ξεκινά την αντεπίθεση, η οποία καταλήγει με νεκρούς και από τις δύο πλευρές. Τότε ο Μιαούλης, προκειμένου να μην πέσει στα χέρια της Κυβέρνησης και να διαφύγει την σύλληψη, ανατινάζει την 1η Αυγούστου τα δύο καλύτερα πλοία του ελληνικού στόλου, την φρεγάτα Ύδρα και την κορβέτα Ελλάς, και καταφεύγει στην Ύδρα. Η πράξη του αυτή φέρνει την κατακραυγή της κοινής γνώμης.
Τον Μάρτιο του 1831 θα εκδοθεί στην Ύδρα από τον Αναστάσιο Πολυζωΐδη η εφημερίδα Απόλλων. Πρόκειται για την πρώτη αντιπολιτευτική εφημερίδα στην χώρα, για αυτό άλλωστε και η έκδοσή της γινόταν στην Ύδρα, ένα από τα βασικά κέντρα της αντιπολίτευσης στον Καποδίστρια. Τα δημοσιεύματα του Απόλλωνα κατά της πολιτικής του Κυβερνήτη και υπέρ του Συντάγματος αύξησαν τις εντάσεις στο εσωτερικό, που είχαν αρχίσει ήδη να παίρνουν μεγαλύτερες διαστάσεις, ώστε τον Απρίλιο ο Κυβερνήτης κατήργησε με ψήφισμα την ελευθεροτυπία. Η εφημερίδα θα σταματήσει την κυκλοφορία της τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, μετά το θάνατο του Ιωάννη Καποδίστρια.
Τον Ιούλιο του 1830 ο Κάρολος Ι´ της Γαλλίας υπογράφει μια σειρά διαταγμάτων που διαλύουν την Βουλή και περιορίζουν τις ελευθερίες των πολιτών. Λίγες μέρες αργότερα, στις 27 Ιουλίου, ξεσπά στο Παρίσι επανάσταση του λαού που ανατρέπει τον Κάρολο και φέρνει στο θρόνο τον Λουδοβίκο Φίλιππο. Στην επανάσταση αυτή συμμετείχε και ο συνταγματάρχης Fabvier που είχε έρθει σε ρήξη με τον Καποδίστρια, είχε παραιτηθεί από τα καθήκοντά του και είχε εγκαταλείψει την Ελλάδα. Και ενώ αρχικά οι Γάλλοι έβλεπαν με συμπάθεια τον Καποδίστρια, με την επανάσταση κυριάρχησε ένα αντιδεσποτικό πνεύμα, που έκανε τους Γάλλους, και ιδίως τους Γάλλους στρατιωτικούς που βρίσκονταν στην Ελλάδα να βλέπουν με καχυποψία τον Κυβερνήτη και να δείχνουν συμπάθεια προς τους αντιπολιτευόμενους.
Με το Πρωτόκολλο της 3ης Φεβρουαρίου, ο πρίγκηπας Λεοπόλδος ανακηρύχθηκε Ηγεμόνας του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους. Πριν ακόμα φτάσει στην Ελλάδα, ο Κυβερνήτης βρισκόταν σε επικοινωνία μαζί του σχετικά με τις αποφάσεις των δυνάμεων και την κατάσταση της χώρας. Και ο ίδιος όμως ο Λεοπόλδος επικοινωνούσε με τις δυνάμεις προσπαθώντας να πετύχει μια πιο ευνοϊκή ρύθμιση των συνόρων για την Ελλάδα, σημειώνοντας πως αν δεν γίνουν αποδεκτά κάποια αιτήματά του, δεν θα μπορέσει να αναλάβει την ηγεμονία των Ελλήνων και θα αναγκαστεί να παραιτηθεί. Οι δυνάμεις όμως δεν υπέκυψαν, και ο Λεοπόλδος παραιτήθηκε από τον ελληνικό θρόνο στις 9/21 Μαΐου. Λίγους μήνες αργότερα, θα αναγορευτεί βασιλιάς του επαναστατημένου Βελγίου.
Ύστερα από πολλές πιέσεις και διαπραγματεύσεις, το ανεξάρτητο Ελληνικό Κράτος δημιουργείται στις 3 Φεβρουαρίου 1830, με την υπογραφή από τις Μεγάλες Δυνάμεις του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου. Τα σύνορά του τοποθετούνται νότια της οροθετικής γραμμής Αχελώου-Σπερχειού, ενώ δεν περιλαμβάνονται η Κρήτη και η Σάμος, κάτι που προκάλεσε μεγάλη δυσαρέσκεια στους Έλληνες. Ως πολίτευμα καθιερώνεται η κληρονομική μοναρχία, και το στέμμα αποδίδεται στον πρίγκηπα Λεοπόλδο του Saxe-Coburg.
Κατά τη διάρκεια της θητείας του, ο Ιωάννης Καποδίστριας έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την εκπαίδευση, την οποία θεωρούσε αναγκαία για την ανασύσταση του έθνους. Έτσι, τον Νοέμβριο του 1829 ιδρύθηκε στην Αίγινα το Κεντρικό Σχολείο, το πρώτο ανώτερο εκπαιδευτικό ίδρυμα του ελληνικού κράτους. Στόχος του ήταν η παραγωγή καταρτισμένων διδασκάλων και η προετοιμασία όσων ήθελαν να ακολουθήσουν ανώτερες σπουδές. Η διάρκεια φοίτησης ήταν τρία έτη και τα μαθήματα κυρίως θεωρητικά. Έφορος του σχολείου ήταν ο Ανδρέας Μουστοξύδης, και διδάσκαλοι ο Γεώργιος Γεννάδιος και ο Ιωάννης Βενθύλος. Σήμερα, το Κεντρικό Σχολείο είναι γνωστό ως το Πρώτο Πειραματικό Ενιαίο Λύκειο Αθηνών «Γεννάδειο».
Η εμφάνιση των ρωσικών στρατευμάτων έξω από την Κωνσταντινούπολη και οι υπόλοιπες ρωσικές επιτυχίες ανάγκασαν την Πύλη να δεχθεί να υπογράψει στις 14 Σεπτεμβρίου 1829 την Συνθήκη της Αδριανούπολης, με την οποία τερματίζεται ο ρωσοτουρκικός πόλεμος. Ανάμεσα στα άλλα, η Πύλη δεσμεύτηκε να αποδεχθεί τη Συνθήκη και το Πρωτόκολλο που υπογράφηκαν τελευταία για το ελληνοτουρκικό ζήτημα, αναγνωρίζοντας ουσιαστικά την ελληνική ανεξαρτησία.
Στις 11 Ιουλίου οι πληρεξούσιοι θα συγκεντρωθούν στο Άργος, όπου θα αρχίσει τις εργασίες της η Δ´ Εθνική Συνέλευση, την οποία ελέγχει ο Καποδίστριας. Η Πολιτεία του επικυρώνεται, ενώ το Πανελλήνιο αντικαθίσταται από μια Γερουσία, τα μέλη της οποίας θα εκλέγει ο Κυβερνήτης, και η οποία θα αναθεωρήσει το Σύνταγμα μαζί με τον Κυβερνήτη. Οι άλλες υποθέσεις της διοίκησης θα έμεναν προς το παρόν ως είχαν. Στα εξωτερικά όμως ζητήματα, οι δυνατότητες του Καποδίστρια περιορίστηκαν και σημειώθηκε πως οποιαδήποτε συμφωνία του Κυβερνήτη με τις δυνάμεις δεν δεσμεύει το έθνος αν πρώτα δεν επικυρωθεί από τους αντιπροσώπους του.
Οι επιτυχίες των Ρώσων στον ρωσοτουρκικό πόλεμο οδηγούν στην υπογραφή νέου Πρωτοκόλλου στο Λονδίνο στις 10/22 Μαρτίου 1829, το οποίο καθορίζει τα σύνορα του ελληνικού κράτους στην οροθετική γραμμή Αμβρακικού-Παγασητικού συμπεριλαμβάνοντας την Εύβοια, τις Σποράδες και τις Κυκλάδες, προβλέπει την καταβολή φόρου υποτέλειας στον σουλτάνο, καθορίζει την αποζημίωση των Τούρκων, και θέτει ως πολίτευμα την κληρονομική μοναρχία υπό την επικυριαρχία όμως της Πύλης. Ο Καποδίστριας αρνήθηκε να δεχθεί τη συμφωνία αυτή, και με υπομνήματα εξέφρασε τις αντιθέσεις του. Ανάμεσα στις ενστάσεις του ήταν το ζήτημα της Κρήτης και της Σάμου, το ύψος της αποζημίωσης, καθώς και ότι η χώρα δεν είχε ενημερωθεί για την εκλογή μονάρχη.
Ιδρύεται στις 21 Δεκεμβρίου 1828 ο «Λόχος Ευελπίδων», μια στρατιωτική σχολή με στόχο τη μόρφωση των στελεχών του Τακτικού Στρατού. Την εποπτεία ανέλαβε ο νέος αρχηγός των τακτικών στρατευμάτων, ο Βαυαρός Heideck, ενώ πρώτος διοικητής τέθηκε ο Santelli. Ως πρότυπο είχε την Γαλλική Πολυτεχνική Σχολή.
Οι πρεσβευτές των τριών δυνάμεων στην Κωνσταντινούπολη, την οποία εγκατέλειψαν μετά τη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων με την Πύλη, συναντιούνται τον Σεπτέμβριο του 1828 στον Πόρο για να συσκεφθούν για το ελληνοτουρκικό ζήτημα. Στις συνομιλίες συμμετέχει και ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας. Η συνεδρίαση θα ολοκληρωθεί τον Δεκέμβριο, και καταλήγει στο ότι η συνοριακή γραμμή της Ελλάδας θα τεθεί στη γραμμή που αρχίζει από τον Παγασητικό μέχρι την Άρτα. Η Σάμος και η Κρήτη έμεναν εκτός των ελληνικών συνόρων, αλλά οι πρέσβεις υποσχέθηκαν τη διαμεσολάβηση των δυνάμεων για την ευνοϊκή εφαρμογή σε αυτές της Συνθήκης ειρήνευσης του Λονδίνου. Ακόμα, προσδιορίστηκε ο φόρος υποτέλειας που θα πλήρωναν οι Έλληνες, το ύψος της αποζημίωσης των Μουσουλμάνων, και συμφωνήθηκε ο Ηγεμόνας της Ελλάδας να είναι Χριστιανός και να μην προέρχεται από τις Μεγάλες Δυνάμεις.
Σε εφαρμογή της σύμβασης της Αλεξάνδρειας, και υπό την πίεση του γαλλικού εκστρατευτικού σώματος που έφτασε στην Πελοπόννησο, ξεκινά στις αρχές Σεπτεμβρίου η αποχώρηση των Αιγυπτίων. Τα κάστρα των περιοχών που προέβλεπε η Σύμβαση της Αλεξάνδρειας εκκενώθηκαν και αυτά. Στις 20 Σεπτεμβρίου αποχωρεί και ο Ιμπραήμ.
Στις 9 Αυγούστου υπογράφεται η Σύμβαση της Αλεξάνδρειας ανάμεσα στον Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου και τον αντιναύαρχο Sir Edward Codrington. Σύμφωνα με αυτήν ο πασάς της Αιγύπτου δεσμεύτηκε να απελευθερώσει τους αιχμάλωτους Έλληνες που μεταφέρθηκαν στην Αίγυπτο από την Πελοπόννησο, και να στείλει τον στόλο του προκειμένου να παραλάβει τα αιγυπτιακά στρατεύματα που είχαν μείνει εκεί. Η συνθήκη ωστόσο προέβλεπε ότι θα διατηρούνταν αιγυπτιακά στρατεύματα στην Μεθώνη, την Κορώνη και το Νεόκαστρο, κάτι το οποίο οι Γάλλοι που έφτασαν λίγο αργότερα στην Πελοπόννησο δεν δέχτηκαν.
Η παραμονή των αιγυπτιακών στρατευμάτων στην Πελοπόννησο οδήγησε στην υπογραφή στο Λονδίνο Πρωτοκόλλου ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις, με το οποίο αποφασίστηκε η αποστολή σε αυτήν γαλλικού εκστρατευτικού σώματος (7/19 Ιουλίου). Στα τέλη Αυγούστου, μια δύναμη 15 χιλιάδων ανδρών υπό τον στρατηγό Μαιζόν αποβιβάζεται στο Πεταλίδι και ξεκινά την εκκαθάριση. Πέρα από τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις, οι Γάλλοι θα ασχοληθούν και με την επιστήμη και τον πολιτισμό, κάνοντας αρχαιολογικές ανασκαφές, ενώ σημαντική θα είναι και η συμβολή τους στην χαρτογράφηση της περιοχής. Η παρουσία των Γάλλων στην Πελοπόννησο και η παρεπόμενη ανάμειξή τους στα εσωτερικά πράγματα προκάλεσαν την αντίδραση της Αγγλίας, που ζητούσε την αποχώρησή τους.
Στα τέλη του 1827 η Επανάσταση στην Κρήτη, παρά τις προσπάθειες των Ελλήνων, είχε σχεδόν σβήσει. Οι Οθωμανοί κυριαρχούσαν, ενώ οι αρχηγοί στο ελληνικό στρατόπεδο αδυνατούσαν να συμφωνήσουν ώστε να κινηθούν συντονισμένοι. Το 1828, μετά την άφιξή του, ο Καποδίστριας έδωσε εντολή να διερευνηθεί η κατάσταση στην Κρήτη, αν το στρατόπεδο μπορούσε να υπερασπιστεί την περιοχή και τί ανάγκες υπήρχαν. Εντωμεταξύ, επικεφαλής των ελληνικών δυνάμεων της Κρήτης είχε τεθεί ο Χατζημιχάλης Νταλιάνης, ο οποίος έφτασε τον Μάρτιο του 1828 στο Φραγκοκάστελλο. Στην συνέχεια, ο Μουσταφά Πασάς, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για το διαμέρισμα των Χανίων, απαίτησε με τελεσίγραφο την αποχώρηση του Νταλιάνη. Στις 18 Μαΐου, μετά από επίθεση των Ελλήνων στους Τούρκους του Ρεθύμνου (8 Μαΐου), ο Μουσταφά Πασάς ξεκίνησε με στρατό εναντίον τους. Παρά την αντίστασή τους, ο Πασάς σημείωσε επιτυχία στην επίθεσή του, και προκάλεσε στους Έλληνες σημαντικές απώλειες. Ανάμεσα σε αυτές ήταν και ο ίδιος ο Χατζημιχάλης Νταλιάνης. Όσοι είχαν κλειστεί στο Κάστρο συνέχισαν την αντίσταση, μέχρι που λύθηκε η πολιορκία στις 24 Μαΐου.
Μετά τη ναυμαχία του Ναβαρίνου, ο Σουλτάνος έσπευσε να κλείσει τα Δαρδανέλια για τα ρωσικά πλοία με αποτέλεσμα η Ρωσία να κηρύξει τον πόλεμο εναντίον του (14 Απριλίου) και να ξεκινήσει νέος ρωσοτουρκικός πόλεμος, από τον οποίο η Οθωμανική Αυτοκρατορία θα βγει ηττημένη. Ο πόλεμος θα λήξει με τη Συνθήκη της Αδριανούπολης (14 Σεπτεμβρίου 1829), η οποία ορίζει τη Σερβία αυτόνομη υπό την επικυριαρχία όμως του Σουλτάνου και αναγνωρίζει τα κληρονομικά δικαιώματα του Ομπρένοβιτς ως πρίγκηπα. Προβλέπονται ακόμα δικαιώματα για τους ορθόδοξους πληθυσμούς των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών, ενώ ο σουλτάνος αποδέχεται όλες τις αποφάσεις των τριών δυνάμεων για το ελληνικό ζήτημα.
Στις 2 Φεβρουαρίου 1828 ιδρύεται στην Αίγινα η πρώτη ελληνική τράπεζα, η Εθνική Χρηματιστική Τράπεζα, σε μια προσπάθεια του Κυβερνήτη Καποδίστρια να αποκαταστήσει την πίστη στην ελληνική οικονομία. Σημαντική βοήθεια στην ίδρυσή της προσέφερε ο Ελβετός Φιλέλληνας Εϋνάδρος. Η επιτροπή της Τράπεζας θα εκτελούσε παράλληλα και τα καθήκοντα Υπουργείου Οικονομικών, ενώ επικεφαλής τέθηκε ο Γεώργιος Σταύρου. Το κεφάλαιό της προήλθε από ιδιωτικές καταθέσεις, καλώντας τους ευκατάστατους Έλληνες να γίνουν μέτοχοί της, δίνοντας πρώτα και ο ίδιος ο Καποδίστριας το παράδειγμα. Παράλληλα, θα καθιερωθεί ως εθνικό νόμισμα ο Φοίνικας.
Στις 19/31 Ιανουαρίου 1828 φεύγει από τη ζωή επιβαρυμένος από την υγεία του ο Αλέξανδρος Υψηλάντης. Αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας, ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 1821 την ελληνική επανάσταση στον ποταμό Προύθο και τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Συγκρότησε τον Ιερό λόχο, αλλά ο στρατός του καταστράφηκε τον Ιούνιο του 1821 στη μάχη του Δραγατσανίου. Φυλακίστηκε από τους Αυστριακούς, αφέθηκε ελεύθερος τον Νοέμβριο του 1827, και άφησε την τελευταία του πνοή στην Βιέννη λίγο αργότερα.
Οι κάτοικοι της Χίου, μετά την καταστροφή του νησιού το 1822, ίδρυσαν στη Σύρο την «Επιτροπή των Χίων», η οποία είχε σκοπό τη συμπερίληψη του νησιού τους στα νέο κράτος. Η επιτροπή συγκέντρωσε για το σκοπό αυτό χρήματα με μεταξύ τους έρανο, και σχεδίασε τον Οκτώβριο εκστρατεία, επικεφαλής της οποίας έθεσε τον συνταγματάρχη Fabvier. Έτσι, μια δύναμη 2 χιλιάδων περίπου ανδρών αρχίζει την πολιορκία του φρουρίου της Χίου. Η εκστρατεία δεν θα έχει αίσιο τέλος, αφού πέρα από τις διαφωνίες του Συνταγματάρχη με την Επιτροπή, η τελευταία δεν πλήρωνε τους στρατιώτες, περιμένοντας από την Κυβέρνηση να αναλάβει τη μισθοδοσία τους. Όταν θα έρθουν τουρκικές ενισχύσεις στο φρούριο, η Επιτροπή θα αναχωρήσει και το στρατόπεδο θα διαλυθεί.
Το φθινόπωρο του 1827 ο ναύαρχος Hastings επικεφαλής μιας μικρής ναυτικής δύναμης και κυβερνήτης του ατμοκίνητου πολεμικού Καρτερία, το οποίο είχε φτάσει στη χώρα ένα χρόνο νωρίτερα, μπήκε στον Κορινθιακό κόλπο. Τον Σεπτέμβριο ενώνεται με μια ελληνική μοίρα και ξεκινά ναυμαχία στον κόλπο της Ιτέας. Το αποτέλεσμα ήταν η καταστροφή των εχθρικών πλοίων. Μετά τις συντριπτικές ήττες που υπέστησαν, η έκβαση της ναυμαχίας έδωσε μια ανάσα στους Έλληνες: κατάφεραν να ελέγξουν τον κόλπο και να πετύχουν την επικοινωνία Πελοποννήσου και Στερεάς. Παράλληλα, ο Ιμπραήμ αναγκάστηκε να κατευθυνθεί στο Ναβαρίνο, όπου θα συγκρουστεί με το στόλο των μεγάλων δυνάμεων.
Στις 17 Αυγούστου η Αντικυβερνητική Επιτροπή και η ελληνική Βουλή εγκαθίστανται για λόγους ασφαλείας στην Αίγινα, η οποία γίνεται προσωρινή πρωτεύουσα του κράτους μέχρι τον Μάρτιο 1829, όταν η πρωτεύουσα θα μεταφερθεί και πάλι στο Ναύπλιο. Στην Αίγινα θα ορκιστεί ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας, ενώ το διάστημα αυτό θα ιδρυθούν δημόσιοι οργανισμοί όπως το Ορφανοτροφείο, η Εθνική Χρηματιστική Τράπεζα, το Κεντρικό Σχολείο κ.α.
Στις 8 Αυγούστου 1827 φεύγει από την ζωή ο Βρετανός πολιτικός και φιλέλληνας Γεώργιος Κάνινγκ αφού νόσησε από πνευμονία. Τόσο ως Υπουργός Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας, όσο και ως Πρωθυπουργός της, υποστήριξε τον Αγώνα των Ελλήνων και την εθνική τους ανεξαρτησία. Εξαιτίας της συνεισφοράς του στον ελληνικό αγώνα η Πλατεία Κάνιγγος πήρε το όνομά του.
Μετά την παράδοση της Ακρόπολης, οι Μεγάλες Δυνάμεις ξεκινούν τους διπλωματικούς χειρισμούς για να τεθεί ένα τέλος στον ελληνοτουρκικό πόλεμο. Στις 24 Ιουνίου/6 Ιουλίου, η Αγγλία, η Γαλλία και η Ρωσία υπογράφουν στο Λονδίνο τη Συνθήκη ειρηνεύσεως της Ελλάδος, η οποία στην πράξη επαναλάμβανε τους όρους του Πρωτοκόλλου της Πετρούπολης, προνοούσε όμως και για τον τρόπο της επιβολής τους. Προβλεπόταν δηλαδή η άμεση κατάπαυση του πυρός, η οποία μπορούσε να επιβληθεί και με τη χρήση βίας, ενώ σημειωνόταν και πως αν η Πύλη δεν αποδεχθεί τη συνθήκη, οι δυνάμεις θα αναπτύξουν εμπορικές και διπλωματικές σχέσεις με τους Έλληνες και θα παρέμβουν με σκοπό την ανακωχή. Λίγο αργότερα, τα μέτρα ανακοινώνονται στις δύο πλευρές. Η ελληνική πλευρά αποδέχεται την πρόταση, σε αντίθεση με τον Σουλτάνο που αρνείται να συμμορφωθεί, γεγονός που θα οδηγήσει στην διακοπή των διπλωματικών σχέσεων των τριών δυνάμεων με την Πύλη και στην αποχώρηση των Πρέσβεων S. Canning, Guilleminot, και Ribeaupierre από την Κωνσταντινούπολη (8 Δεκεμβρίου 1827). Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους η συνθήκη γίνεται γνωστή και στον Ιμπραήμ.
Από τον Μάιο του 1827 είχε γίνει γνωστό πως ο Μεχμέτ Αλή ετοίμαζε να στείλει μια μεγάλη δύναμη εναντίον της Ελλάδας. Έτσι τον Ιούνιο του 1827 αποφασίστηκε η αποστολή μιας ελληνικής μοίρας με επικεφαλής τον Cochrane στην Αλεξάνδρεια, από την οποία τότε ο Πασάς έλειπε. Τα ελληνικά πλοία πλησίασαν το λιμάνι με αυστριακή σημαία. Με διαταγή του Κανάρη στάλθηκαν δύο πυρπολικά εναντίον του εχθρικού στόλου, ο άνεμος όμως έφερε προβλήματα στα σχέδια των Ελλήνων. Το ένα πλοίο κατέληξε κοντά στην είσοδο του λιμανιού, όπου ο κυβερνήτης του του έβαλε φωτιά, και το άλλο πλησίασε την ακτοφυλακή και ανατινάχτηκε. Ο Μεχμέτ Αλή επέστρεψε εσπευσμένα και κυνήγησε τους Έλληνες οι οποίοι βρίσκονταν ακόμα σε αιγυπτιακά νερά, χωρίς όμως να συγκρουστούν τελικά οι δύο στόλοι.
Η Γ´ Εθνοσυνέλευση στην Τροιζήνα ψηφίζει την 1η Μαΐου 1827 το Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος. Πρότυπό του αποτέλεσε το αμερικανικό Σύνταγμα του 1787, ενώ το πολίτευμα που καθιερώνει αποτελεί μια παραλλαγή αυτού των ΗΠΑ. Πέρα από τον χωρισμό των εξουσιών και τον καθορισμό της εξουσίας του Κυβερνήτη, κατοχυρώνονται μεταξύ άλλων η ισότητα και η δίκαιη κατανομή των φορολογικών βαρών, η δυνατότητα πρόσβασης όλων των Ελλήνων στα δημόσια επαγγέλματα, η ελευθερία του Τύπου, η ανεξιθρησκεία, το απαραβίαστο της ιδιοκτησίας, και η μη αναδρομικότητα των νόμων. Καθιερώνεται όμως πάνω απ’ όλα η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας.
Σταδιακά έξω από την Ακρόπολη δημιουργείται το ελληνικό στρατόπεδο της Αθήνας, στο οποίο παρατηρήθηκε η μεγαλύτερη συγκέντρωση ελληνικών δυνάμεων σε μια τελευταία ελπίδα να κρατήσουν την πόλη. Την αρχηγία του στρατοπέδου ανέλαβε ο Καραϊσκάκης, ενώ την αρχηγία των ελληνικών δυνάμεων είχαν αναλάβει πλέον οι Church και Cochrane. Θα αρχίσουν έτσι οι μάχες με σκοπό την εξολόθρευση των εχθρών σε διάφορα σημεία από το Φάληρο μέχρι τον Πειραιά (8-16 Απριλίου). Στις 13 Απριλίου οι Έλληνες με τον Καραϊσκάκη και τον Γενναίο Κολοκοτρώνη θα καταφέρουν μια σημαντική επιτυχία, και ξεκινώντας από το Κερατσίνι θα ελευθερώσουν το έδαφος μεταξύ Φαλήρου και Πειραιά. Κατά τη διάρκεια της αποχώρησης των εχθρών από την περιοχή, οι Έλληνες παραβιάζοντας τη συμφωνία θα επιτεθούν και θα εξοντώσουν τους περισσότερους.
Μετά τη διακοπή των εργασιών της Συνέλευσης της Επιδαύρου εξαιτίας της πτώσης του Μεσολογγίου, οι πληρεξούσιοι διχάστηκαν σε αντίπαλα στρατόπεδα σχετικά με το πού θα συνεχιστεί η Εθνοσυνέλευση. Από τη μία, η Κυβέρνηση ζητούσε η συνέλευση να γίνει στην Αίγινα, και από την άλλη μια ομάδα γύρω από τον Κολοκοτρώνη επέμενε να γίνει στην Ερμιόνη, όπου είχαν ήδη ξεκινήσει τις συνεδριάσεις τους. Ύστερα από πιέσεις των Άγγλων, όλοι οι πληρεξούσιοι αναγκάζονται να συγκεντρωθούν στην Τροιζήνα και να ξεκινήσουν τις εργασίες τους (19 Μαρτίου). Με απόφαση της Συνέλευσης ο Δημήτριος Υψηλάντης αποκτά και πάλι τα πολιτικά του δικαιώματα, τα οποία του είχαν αφαιρεθεί. Η Συνέλευση αναθέτει την ηγεσία του στρατού και του ναυτικού στους Άγγλους φιλέλληνες Richard Church και Thomas Cochrane αντίστοιχα, μετά από πρόταση του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Τέλος, ο Ιωάννης Καποδίστριας εκλέγεται Κυβερνήτης της Ελλάδας για επτά έτη, ενώ τον Μάιο ψηφίζεται νέο Σύνταγμα. Μέχρι την άφιξη του Καποδίστρια η Εθνοσυνέλευση αποφάσισε να εκλέξει μια τριμελή αντικυβερνητική επιτροπή που θα αναλάβει προσωρινά τη διοίκηση της χώρας. Αυτήν την συγκροτούσαν οι Γεώργιος Μαυρομιχάλης, Γιαννούλης Νάκος και Ιωάννης Μαρκής Μιλαήτης.
Θέλοντας να ανοίξει το δρόμο προς την Ακρόπολη, ο Καραϊσκάκης αποφασίζει να καταλάβει το Κερατσίνι, όπου φτάνει στις 2 Μαρτίου. Τις επόμενες μέρες, ο Κιουταχής θα του επιτεθεί με ισχυρή δύναμη και θα ξεκινήσουν σκληρές μάχες. Σύντομα όμως θα εμφανιστούν ενισχύσεις και οι Έλληνες θα αναγκάσουν τους εχθρούς σε φυγή. Η νίκη αυτή ανύψωσε το ηθικό των Ελλήνων στην Ακρόπολη, όπου η κατάσταση χειροτέρευε μέρα με τη μέρα.
Τον Φεβρουάριο του 1827 θα ιδρυθεί το πρώτο ελληνικό προξενείο στη Μάλτα, η οποία αποτελούσε βρετανική κτήση και ένα βασικό εμπορικό σταθμό. Πρόκειται για την πρώτη επίσημη αναγνώριση του ελληνικού ανεξάρτητου κράτους. Πρόξενος διορίζεται με πρωτοβουλία του Hamilton ο Thomas MacGill, η αναγνώριση όμως του οποίου θα καθυστερήσει να πραγματοποιηθεί, με αποτέλεσμα την ιδιόμορφη λειτουργία του προξενείου.
Οι επιτυχίες του Καραϊσκάκη οδήγησαν τον Κιουταχή να αναθέσει στον Ομέρ Πασά της Καρύστου να καταλάβει το Δίστομο, όπου είχε αφήσει ο Καραϊσκάκης ένα σώμα 300 Ελλήνων με επικεφαλής τους Ν. Μπότσαρη, Χρ. Περραιβό, Γ. Ρούκη και άλλους. Οι επιθέσεις των εχθρών, οι οποίες ξεκίνησαν από τις 16 Ιανουαρίου, ήταν σφοδρές αλλά οι Έλληνες αντιστέκονταν σθεναρά. Λίγες μέρες αργότερα κατέφτασε και ο ίδιος ο Καραϊσκάκης, και στις 5 Φεβρουαρίου οι Έλληνες όρμησαν εναντίον των εχθρών και μετά από πολύωρη μάχη κατάφεραν να τους τρέψουν σε φυγή. Η νίκη αυτή έφερε αισιοδοξία στον Καραϊσκάκη, ο οποίος ετοιμαζόταν να κινηθεί προς την Αθήνα.
Λίγες μόνο μέρες μετά την ήττα τους στο Καματερό, οι Έλληνες θα σημειώσουν μια επιτυχία στην Καστέλα, με την απόκρουση των δυνάμεων του Κιουταχή (30 Ιανουαρίου). Επικεφαλής του ελληνικού στρατοπέδου ήταν ο Thomas Gordon, ενώ σε αυτό βρίσκονταν και οι οπλαρχηγοί Μακρυγιάννης, Καλλέργης και Ιω. Νοταράς, οι οποίοι πέτυχαν σημαντικό πλήγμα στις εχθρικές δυνάμεις. Σημαντική για τη νίκη ήταν και η δράση του Hastings με την Καρτερία.
Ενώ ο Καραϊσκάκης σημείωνε επιτυχίες στη Στερεά Ελλάδα, στην Αθήνα τα πράγματα γίνονταν ολοένα και πιο δύσκολα. Στις 27 Ιανουαρίου οι Τούρκοι θα επιτεθούν στο Καματερό, όπου βρίσκονταν οι Έλληνες υπό τους Διονύσιο Βούρβαχη, Βάσο Μαυροβουνιώτη και Πανούτσο Νοταρά. Η μάχη ήταν σκληρή και οι Έλληνες υπέστησαν πολλές απώλειες, και τελικά αναγκάστηκαν να τραπούν σε φυγή. Το αποτέλεσμα της μάχης επηρέασε και τους κλεισμένους στην Ακρόπολη Έλληνες, τα περιθώρια των οποίων στένευαν. Την ίδια μέρα ο Κιουταχής θα ζητήσει από τους πολιορκημένους να παραδοθούν αλλά αυτοί θα αρνηθούν, παρόλο που η κατάστασή τους ήταν τραγική.
Ύστερα από έναν χρόνο πολιορκίας, και έξι ιδιαίτερα σκληρούς μήνες για τους πολιορκημένους, το Μεσολόγγι δεν αντέχει άλλο. Το Βασιλάδι, το Αιτωλικό και ο Ντολμάς έχουν πέσει, και η κατάσταση στο εσωτερικό χειροτερεύει. Οι Μεσολογγίτες αρνούνται την παράδοση και περιμένουν μέχρι και την τελευταία στιγμή τον στόλο. Η ψυχική όμως και η σωματική κούραση, η έλλειψη τροφίμων, η απερίγραπτη πείνα και η καθυστέρηση του στόλου, φέρνουν τους Μεσολογγίτες στα όριά τους. Στις 10 Απριλίου αποφασίζεται να γίνει έξοδος. Οι Μεσολογγίτες οργανώνονται σε τρεις ομάδες με αρχηγούς τους Μακρή, Νότη Μπότσαρη, Ρατζηκότσικα και Μήτρο Ντεληγιώργη, ενώ έχουν κανονίσει με το στρατόπεδο της Δερβέκιστας να δημιουργηθεί αντιπερισπασμός στους Τούρκους. Το σχέδιό τους όμως αποκαλύπτεται και οι πολιορκητές δεν αιφνιδιάζονται. Η έξοδος συντρίβεται, και αυτοί που σώζονται είναι ελάχιστοι, ενώ τα περισσότερα γυναικόπαιδα συλλαμβάνονται και πωλούνται ως σκλάβες/οι. Η έξοδος του Μεσολογγίου αποτελεί μια κρίσιμη στιγμή στην ιστορία της Επανάστασης, όχι μόνο εξαιτίας της ήττας των Ελλήνων και των απωλειών που υπέστησαν. Αλλά κυρίως, γιατί θα σηματοδοτήσει την αναζωπύρωση του Φιλελληνισμού και θα δώσει στους Έλληνες το αίσθημα της ηθικής δικαίωσης.
Το σώμα των Γενιτσάρων, ένας από τους βασικούς θεσμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για την στελέχωσή της, τον 19ο αιώνα έχει πλέον υποπέσει σε παρακμή και αλλοιωθεί. Εξελίχθηκε σε σώμα δημοσίων υπαλλήλων που δεν έκανε καλά τη δουλειά που του ανατέθηκε, με αποτέλεσμα η Αυτοκρατορία να πληρώνει για ένα στρατό που δεν έχει και να αναγκάζεται να προσλαμβάνει μισθοφόρους. Στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεών του και εκμεταλλευόμενος τα γεγονότα της Ελληνικής Επανάστασης, ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β´ έκανε αλλαγές και στο στρατό, προσπαθώντας να τον εκσυγχρονίσει και φέρνοντας Ευρωπαίους για την εκπαίδευσή του. Οι αλλαγές αυτές όμως προκάλεσαν την εξέγερση των γενιτσάρων, οι οποίοι αντιπολιτεύονταν σκληρά επί χρόνια τον Μαχμούτ. Έτσι ο Σουλτάνος θα βρει την ευκαιρία να απαλλαχθεί από αυτούς, συντρίβοντας την αντίδραση και εξολοθρεύοντας τους εξεγερμένους (αρχές Ιουνίου), με αποτέλεσμα την εκκαθάριση του εσωτερικού πολιτικού πεδίου. Η σφαγή των γενιτσάρων έμεινε γνωστή ως το «Ευτυχές γεγονός»
Ο Κιουταχής μετά την πτώση του Μεσολογγίου μεταφέρει το στράτευμά του στην Αττική, συναντώντας ισχυρή αντίσταση κυρίως από τους στρατηγούς Νικόλαο Κριεζιώτη και Βάσο Μαυροβουνιώτη, ενώ σχεδόν όλοι οι άλλοι οπλαρχηγοί της Δυτικής Στερεάς είχαν εγκαταλείψει τις θέσεις τους ή είχαν κάνει καπάκια με τους Τούρκους. Στρατοπεδεύει στα Πατήσια και στις 3 Ιουλίου αρχίζει να πολιορκεί την Αθήνα. Οι Έλληνες αντιστέκονται, αλλά θα υποτιμήσουν τις ικανότητες του Κιουταχή, ενώ ταυτόχρονα θα φανεί η κακή διαχείριση της κατάστασης από τον φρούραρχο Γιάννη Γκούρα. Η υπεράσπιση της πόλης δεν θα αντέξει για πολύ, και η Αθήνα θα πέσει στις 3 Αυγούστου στα χέρια του Κιουταχή, αναγκάζοντας τους Έλληνες με τον Γκούρα να κλειστούν στην Ακρόπολη, η οποία θα πολιορκείται στενά από τους Τούρκους, για έναν περίπου χρόνο.
Μετά την άνοδο του Τσάρου Νικολάου Α´ στο ρωσικό θρόνο (Δεκέμβριος 1825) και ύστερα από συζητήσεις με τον απεσταλμένο της Αγγλίας δούκα Ουέλιγκτον, υπογράφεται στις 23 Μαρτίου/4 Απριλίου μεταξύ των δύο χωρών το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης. Πρόκειται για το πρώτο διπλωματικό έγγραφο που αναγνωρίζει την πολιτική ύπαρξη της Ελλάδας, και θέτει ως διαμεσολαβητές τις δύο δυνάμεις για τη δημιουργία ελληνικού κράτους, αυτόνομου και φόρου υποτελούς στον σουλτάνο.
Η ανάγκη της αντιμετώπισης της εχθρικής απειλής και της αποδοχής της αγγλικής διαμεσολάβησης ανάμεσα στους Έλληνες και τους Τούρκους, οδήγησαν στην σύγκληση της Γ´ Εθνικής Συνέλευσης στην Επίδαυρο. Οι εργασίες της άρχισαν στις 6 Απριλίου, η πτώση όμως του Μεσολογγίου επέφερε την αναβολή της για τον Σεπτέμβριο του 1826. Η συνέλευση εξουσιοδότησε τον πρέσβη της Αγγλίας στην Κωνσταντινούπολη να διαπραγματευτεί με την Πύλη το ελληνικό ζήτημα, ενώ μερικά μέτρα που πάρθηκαν είναι, μεταξύ άλλων, η ψήφιση δανείου για τις ανάγκες του στόλου, η επικύρωση των αγγλικών δανείων, και η εκποίηση της εθνικής γης. Ακόμα, η Συνέλευση αφαίρεσε τα πολιτικά δικαιώματα του Δημήτριου Υψηλάντη, ο οποίος αντέδρασε στη διαμεσολάβηση της Αγγλίας.
Μετά την αναχώρησή του από το Μεσολόγγι, ο Ιμπραήμ στρέφεται εναντίον της Μάνης. Ζητά με τελεσίγραφο την παράδοσή της, αλλά οι Μανιάτες αρνούνται. Οχυρωμένοι στην θέση Βέργα αποκρούουν τις αλλεπάλληλες επιθέσεις των Τουρκοαιγυπτίων (22-24 Ιουνίου), προκαλώντας τους σημαντικές απώλειες. Την ίδια κατάληξη έχει και η απόβαση στην περιοχή του Δυρού την ίδια σχεδόν περίοδο. Σε αυτήν την μάχη καθοριστική ήταν η συμβολή των Μανιατισσών, οι οποίες πολέμησαν τους εχθρούς με τα δρεπάνια.
Στις 16 Ιουλίου ο εχθρικός στόλος, ο οποίος σχεδίαζε να αποβιβάσει στρατεύματα στη Σάμο, προσπάθησε να περικυκλώσει τον ελληνικό που βρισκόταν στο Καρλόβασι. Τα ελληνικά πλοία πήραν θέση μάχης, ο Κανάρης οδήγησε το πυρπολικό του εναντίον του τουρκικού στόλου και ξεκίνησε ναυμαχία. Το πυρπολικό του Κανάρη βυθίζεται και ο ίδιος τραυματίζεται. Η ναυμαχία συνέχισε όλη την ημέρα, αλλά δεν είχε αποτέλεσμα και τελικά οι δύο στόλοι αποσύρθηκαν.
Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Αθήνας η κυβέρνηση του Ανδρέα Ζαΐμη διορίζει τον Καραϊσκάκη Γενικό Αρχηγό των δυνάμεων της Ανατολικής Στερεάς (19 Ιουλίου) με βασική αποστολή να προκαλέσει αντιπερισπασμό στον Κιουταχή. Μέχρι τον Αύγουστο είχε συγκεντρώσει μια δύναμη περίπου 4.500 ανδρών, ανάμεσα στους οποίους βρισκόταν και μικρό σώμα τακτικού στρατού υπό την ηγεσία του Γάλλου συνταγματάρχη Fabvier. Η δύναμη αυτή κατευθύνθηκε στο Χαϊδάρι, όπου βρέθηκε να πολεμά τις δυνάμεις του Κιουταχή (6-8 Αυγούστου). Ενώ από την πρώτη μάχη οι Έλληνες βγήκαν νικητές, στη δεύτερη υποχώρησαν στο στρατόπεδο της Ελευσίνας παρόλο που είχαν προκαλέσει σημαντικές απώλειες στους εχθρούς. Η ευθύνη βάρυνε τον Fabvier, ο οποίος εγκατέλειψε το στρατόπεδο. Στη συνέχεια θα επιχειρήσει την κατάληψη της Θήβας, χωρίς όμως επιτυχία, και τελικώς θα μπει στην Ακρόπολη μεταφέροντας εφόδια.
Μετά από τις μάχες στο Χαϊδάρι, ο Γάλλος ναύαρχος de Rigny καλεί στην φρεγάτα του τον Καραϊσκάκη και τον Κιουταχή. Τον πρώτο συνόδευαν ο Χελιώτης και ο Ψαριανός, ενώ τον δεύτερο ο Ομέρ πασάς και άλλοι. Η πρωτοβουλία για τη συνάντηση ήταν μάλλον στα πλαίσια της εθιμοτυπίας, σε μια ένδειξη ευγένειας προς τους αντίπαλους στρατηγούς. Παρά την αρχική έκπληξη, οι δύο αρχηγοί συζήτησαν μεταξύ τους ειρηνικά.
Ο Ιμπραήμ, μετά από τις τελευταίες αποτυχημένες επιχειρήσεις του στη Μάνη, θα δοκιμάσει μια τελευταία φορά την κατάληψή της στις 28 Αυγούστου. Η μάχη δόθηκε στην θέση Πολυάραβος του Ταΰγετου, όπου οι Μανιάτες με αρχηγούς τους Παναγιώτη, Γεώργιο και Νικόλαο Γιατράκο, τους Κωνσταντίνο και Γεώργιο Μαυρομιχάλη, τον Ηλία Κατσάκο και τον Ηλία Τσαλαφατίνο, απέκρουσαν μια σφοδρή επίθεση προκαλώντας στους εχθρούς σημαντικές απώλειες. Η ήττα αυτή απέδειξε την αδυναμία του Ιμπραήμ να καταλάβει τη Μάνη. Έτσι, υποχρεώθηκε να επιστρέψει στην Τριπολιτσά.
Στις 2/14 Σεπτεμβρίου 1826 θα φτάσει στο Ναύπλιο το ατμοκίνητο πολεμικό πλοίο Καρτερία με κυβερνήτη τον Βρετανό Frank Abney Hastings. Πρόκειται για το πρώτο πλοίο που έφτασε στη χώρα μετά από την παραγγελία που είχε γίνει στην προσπάθεια δημιουργίας ισχυρού εθνικού πολεμικού στόλου, καθώς και το πρώτο πλοίο τέτοιου είδους που χρησιμοποιήθηκε ποτέ σε ναυμαχία. Ο βαρύς οπλισμός με τον οποίο ήταν εφοδιασμένο, έδωσε νέες δυνατότητες στις πολεμικές επιχειρήσεις των Ελλήνων.
Η πολιορκία της Ακρόπολης και η ανάθεση στον Καραϊσκάκη να δημιουργήσει αντιπερισπασμό στον Κιουταχή, οδήγησε την κυβέρνηση του Ανδρέα Ζαΐμη στην απόφαση να μεταφέρει την έδρα της στην Αίγινα προκειμένου να έχει καλύτερη εποπτεία του στρατοπέδου του Καραϊσκάκη και των αναγκών του (11 Νοεμβρίου). Ο ανεφοδιασμός του στρατοπέδου της Αττικής από την Αίγινα ήταν δυνατός κυρίως χάρη στη δραστηριότητα των Ψαριανών.
Τον Νοέμβριο του 1826, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης στην προσπάθειά του να αποσπάσει το στράτευμα του Κιουταχή από την πολιορκία της Ακρόπολης, ξεκινά μια εκστρατεία στη Στερεά Ελλάδα. Στις 17 Νοεμβρίου θα καταλάβει την Αράχοβα, από όπου θα περνούσαν οι Τούρκοι με κατεύθυνση τα Σάλωνα. Οι τελευταίοι αιφνιδιασμένοι από την κίνηση αυτή, δεν μπήκαν στην πόλη και οχυρώθηκαν στην ύπαιθρο. Θα επιτεθούν την επόμενη χωρίς όμως επιτυχία, και πιεσμένοι από τις καιρικές συνθήκες θα ζητήσουν λίγο αργότερα συνθηκολόγηση, την οποία όμως τελικά δεν δέχονται εξαιτίας των όρων που έθεσε ο Καραϊσκάκης. Στις 24 Νοεμβρίου οι Τούρκοι θα επιχειρήσουν έξοδο και θα ακολουθήσει μάχη, στην οποία θα ηττηθούν συντριπτικά. Η νίκη αυτή του Καραϊσκάκη αναζωπύρωσε την επανάσταση και ανύψωσε το ηθικό των Ελλήνων.
Μετά τους Ναπολεόντειους πολέμους, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις συνέρχονται στη Βιέννη σε μια από τις πλέον σημαντικές συνδιασκέψεις της ιστορίας (1814-1815), προκειμένου να εφαρμόσουν ένα σύστημα διεθνούς ισορροπίας και να διευθετήσουν τα εδαφικά ζητήματα που είχαν προκύψει. Ακόμα, με το Συνέδριο, επανήλθαν οι ηγεμόνες και τα πολιτεύματα που είχαν ανατραπεί εξαιτίας των ιδεών της γαλλικής επανάστασης και των ταραχών που ακολούθησαν. Παράλληλα, δημιουργήθηκε η Ιερά Συμμαχία (14/26 Σεπτεμβρίου 1815), η οποία αποτελούταν από τους μονάρχες της Ρωσίας, της Αυστρίας και της Πρωσίας, και δεσμεύτηκε να υπερασπιστεί τη νομιμότητα και να καταπνίξει κάθε επανάσταση που θα έθιγε τα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων.
Ο Μεχμέτ Αλή Πασάς, ή αλλιώς Μωχάμεντ Άλη, διακρίθηκε ως αρχηγός στρατιωτικού σώματος Αλβανών που συμμετείχαν στην εκστρατεία των Οθωμανών κατά των Γάλλων στην Αίγυπτο, την εξουσία της οποίας απέκτησε πραξικοπηματικά. Επωφελήθηκε από την Ελληνική Επανάσταση για να στερεώσει τη θέση του και να προετοιμάσει τη χώρα του, την οποία φιλοδοξούσε να μετατρέψει σε μεγάλη δύναμη με ευρωπαϊκές προδιαγραφές. Ο Σουλτάνος, πιστεύοντας πως η ανάμειξή του στην Ελληνική Επανάσταση θα τον αποδυναμώσει, του ζήτησε τον Ιανουάριο του 1824 να αναλάβει την ηγεσία του πολέμου, προσφορά την οποία ο Μεχμέτ Αλή δέχτηκε με την ελπίδα πως θα αποκτήσει την Κρήτη και θα μπορέσει να χτίσει μια γέφυρα με την Ευρώπη.
Μετά από τον πόλεμο του Πρώτου Συνασπισμού, την πρώτη ευρέως συντονισμένη προσπάθεια να περιοριστεί η Γαλλία του Ναπολέοντα, και την κατάλυση της Βενετικής Δημοκρατίας, τα Επτάνησα περνούν στη Γαλλία. Ξεκινά έτσι μια σύντομη περίοδος γαλλικής κυριαρχίας που θα λήξει το 1799, ενώ τον επόμενο χρόνο θα συσταθεί η Επτάνησος Πολιτεία υπό οθωμανικό και ρωσικό έλεγχο. Κατά τη Γαλλοκρατία εγκαθιδρύθηκε στα Επτάνησα δημοκρατικό καθεστώς και καθιερώθηκε σύμφωνα με τα γαλλικά πρότυπα ο σεβασμός των δικαιωμάτων της ζωής, της ιδιοκτησίας και της θρησκείας. Ο αυταρχισμός όμως και οι αυθαιρεσίες των Γάλλων θα τους κάνουν τελικώς αντιδημοφιλείς στους Επτανησίους.
Στις 18 Οκτωβρίου 1843 συνέβη στη Χάλκη της Δωδεκανήσου ένας από τους πιο φονικούς σεισμούς των δύο περασμένων αιώνων. Το μέγεθός του ήταν 6,5 ρίχτερ, ενώ προκάλεσε το θάνατο 600 ανθρώπων, την κατάρρευση ενός ολόκληρου βουνού, και τη βύθιση πλοίων.
Τον Οκτώβριο του 1838, o Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, αφού παρακολούθησε στο Βασιλικό Γυμνάσιο της Αθήνας τη διδασκαλία του γυμνασιάρχη Γεωργίου Γενναδίου για τον Θουκυδίδη, εξέφρασε την επιθυμία να μιλήσει και ο ίδιος στους μαθητές. Η ομιλία του Γέρου του Μοριά δόθηκε στην Πνύκα, στις 8 Οκτωβρίου 1838. Μάλιστα, εκτός από τους μαθητές, συνέρρευσε πληθώρα ανθρώπων, για να ακούσει τον γηραιό στρατηγό. Η ομιλία συνιστά την πνευματική παρακαταθήκη του Κολοκοτρώνη προς τη νέα γενιά. Ο αγωνιστής της επανάστασης προτρέπει τους νέους να αποφεύγουν τη διχόνοια, που έβλαψε σοβαρά την επανάσταση, να διαφυλάξουν την Ορθόδοξη πίστη, και να αποκτήσουν παιδεία, ώστε μέσω αυτής να προοδεύσει το κοινωνικό σύνολο, μέσα στο οποίο εντάσσεται και ο καθένας ατομικά. Ο λόγος του κλείνει με τα εξής λόγια «Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο, οπού ημείς ελευθερώσαμε• και, δια να γίνη τούτο, πρέπει να έχετε ως θεμέλια της πολιτείας την ομόνοια, την θρησκεία, την καλλιέργεια του Θρόνου και την φρόνιμον ελευθερία.»
Μετά από πρόταση του διευθυντή της Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Μονάχου και επίσημο αρχιτέκτονα της βαυαρικής αυλής Φρίντριχ φον Γκαίρτνερ, αποφασίστηκε να ανεγερθούν τα βασιλικά ανάκτορα στο λόφο της Μπουμπουνίστρας (Μπουμπουνίστρα λεγόταν, η περιοχή που σήμερα συμπίπτει με την οδό Ηρώδου του Αττικού, και περικλείει πολλές περιοχές έως και την πλατεία Συντάγματος.) Στις 6 Φεβρουαρίου 1836 τέθηκε ο θεμέλιος λίθος στο υψηλότερο ανατολικό άκρο της πόλης. Με σεβασμό στην κληρονομιά της αρχαίας Αθήνας και εδραιώνοντας τις αρχές της αναγέννησης του αστικού κλασικισμού, ο Γκαίρτνερ σχεδίασε ένα λιτό, λειτουργικό και συμπαγές κτήριο. Οι πρώτοι βασιλείς, ο Όθωνας και η Αμαλία, εγκαταστάθηκαν στην νέα τους κατοικία στις 25 Ιουλίου 1843, και έμειναν εκεί μέχρι την έξωση του Όθωνα (1862). Το οικοδόμημα, σχεδόν έναν αιώνα μετά την κατασκευή του, μετατράπηκε σε Κτήριο της Βουλής και της Γερουσίας. Σήμερα είναι η Βουλή των Ελλήνων.
Οι συγκρούσεις του ρωσικού κόμματος με το νέο Βασιλιά άρχισαν πολύ σύντομα μετά την άφιξή του. Ένα από τα κύρια ζητήματα ήταν το θρησκευτικό, με το ρωσικό κόμμα να πιέζει να ασπαστεί ο προτεστάντης Βασιλιάς την ορθοδοξία, αλλά και να αντιπροσωπεύεται το κόμμα στη διοίκηση. Οι πιέσεις και οι διαμάχες θα έχουν όμως το αντίθετο αποτέλεσμα. Το ρωσικό κόμμα δεν θα έχει καμία εκπροσώπηση στο υπουργικό συμβούλιο, και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης δεν θα αναγνωριστεί ως στρατιωτικός διοικητής. Παράλληλα, ο Κολοκοτρώνης είχε αναπτύξει αλληλογραφία με τον Ρώσο Υπουργό Εξωτερικών Nesselrode σχετικά με το εκκλησιαστικό ζήτημα, γεγονός που οδήγησε σε φόβους για εξέγερση του ρωσικού κόμματος. Ο Κολοκοτρώνης κατηγορείται έτσι για συνωμοσία εναντίον του Βασιλιά, και συλλαμβάνεται μαζί με το γιο του Γενναίο, τον Πλαπούτα και άλλους. Στη δίκη του Κολοκοτρώνη θα εμπλακούν και οι Μεγάλες Δυνάμεις. Τελικά ο Κολοκοτρώνης και ο Πλαπούτας θα κριθούν ένοχοι εσχάτης προδοσίας και θα καταδικαστούν σε θάνατο παρά την ηρωική άρνηση να υπογράψουν την απόφαση των δικαστών Α. Πολυζωίδη και Γ. Τερτσέτη. Η ποινή όμως εξαιτίας της κατακραυγής που ακολούθησε δεν εκτελέστηκε και μετατράπηκε σε εικοσαετή κάθειρξη. Μετά την ενηλικίωσή του, ο Όθωνας θα δώσει στον Κολοκοτρώνη χάρη.
Η τελευταία μάχη της Επανάστασης γίνεται στις 12 Σεπτεμβρίου 1829 στην Πέτρα Βοιωτίας, όπου οχυρώθηκε ο Δημήτριος Υψηλάντης με λίγο περισσότερους από 2 χιλιάδες στρατιώτες και περίμενε τις εχθρικές δυνάμεις. Εντωμεταξύ η Πύλη στα πλαίσια του νέου ρωσοτουρκικού πολέμου, είχε ανακαλέσει το μεγαλύτερο μέρος του στρατεύματός της για να αντιπαραταχθεί στους Ρώσους. Προκειμένου να περάσει στην Θεσσαλία από το στενό πέρασμα της Πέτρας, το εχθρικό στράτευμα προσπάθησε να διασπάσει τη γραμμή των Ελλήνων, χωρίς όμως επιτυχία, με αποτέλεσμα να αναγκαστεί μετά από σκληρή μάχη να συνθηκολογήσει. Έτσι άνοιξε το πέρασμα, αναγκάστηκαν όμως να αποχωρήσουν και κάποιες ακόμα τουρκικές φρουρές.
Μόλις έναν μήνα μετά τη συντριβή των Ελλήνων στη μάχη του Αναλάτου στο Παλαιό Φάληρο και τη διάλυση του ελληνικού στρατοπέδου της Αθήνας, οι πολιορκημένοι στην Ακρόπολη θα αναγκαστούν να παραδοθούν, πιεζόμενοι από τις επιθέσεις των εχθρών και τις ελλείψεις των αναγκαίων, αν και υπήρχαν αποθέματα που θα μπορούσαν να συντηρήσουν την αντίσταση για μερικούς ακόμα μήνες. Στις 24 Μαΐου υπογράφεται συνθηκολόγηση που προβλέπει οι Έλληνες να αποχωρήσουν με τα όπλα τους και να επιβιβαστούν με ασφάλεια στα πλοία. Η Αθήνα πέφτει έτσι στα χέρια των Οθωμανών.
Μια μόλις ημέρα μετά το θάνατο του Καραϊσκάκη, οι Έλληνες στην προσπάθειά τους να σπάσουν την πολιορκία του Κιουταχή, έδωσαν με πτοημένο το ηθικό μια καθοριστική μάχη στην περιοχή του Ανάλατου στις 24 Απριλίου. Η στρατηγική της κατά μέτωπο επίθεσης στην οποία επέμεναν οι Άγγλοι αποδείχθηκε καταστροφική, όπως είχε προβλέψει ο Καραϊσκάκης, οδηγώντας στη μεγαλύτερη ήττα των Ελλήνων στην Επανάσταση. Ο κακός σχεδιασμός της επίθεσης και η έλλειψη των αναγκαίων εφοδίων είχαν ως αποτέλεσμα οι Έλληνες να κατατροπωθούν και οι νεκροί να ξεπεράσουν τους χίλιους. Ανάμεσα στις απώλειες ήταν οι Λάμπρος Βέικος, Γεώργιος Τζαβέλλας, Φώτιος Φωτομάρας κ.α.
Ο Καραϊσκάκης, ο οποίος είχε τεθεί επικεφαλής του στρατού της Ανατολικής Στερεάς, δεν άργησε να έρθει σε αντιπαράθεση με τον Church και τον Cochrane που είχαν αναλάβει την ηγεσία του στρατού και του ναυτικού. Η διαφωνία τους σχετιζόταν με το πώς θα κινηθούν, με τους Άγγλους να επιμένουν στην αιφνιδιαστική και κατά μέτωπο επίθεση. Ο Καραϊσκάκης που πίστευε πως τα άτακτα σώματα δεν θα ήταν αποτελεσματικά στην στρατηγική που πρότειναν οι Άγγλοι, και πως αυτή θα είχε αντίθετα καταστροφικά αποτελέσματα, αναγκάστηκε να συμφωνήσει με το σχέδιο να ξεκινήσουν από τους Τρεις Πύργους προς την Ακρόπολη, καθώς ο Cochrane απειλούσε να εγκαταλείψει την χώρα. Την 21η Απριλίου, σε μια συμπλοκή μεταξύ της Καστέλας και των εκβολών Κηφισού και Ιλισού, ο Καραϊσκάκης δέχεται χτύπημα και τραυματίζεται σοβαρά. Θα πεθάνει δύο μέρες αργότερα, στις 23 Απριλίου.
Τα Ψαρά αποτελούσαν την τρίτη ισχυρότερη ναυτική δύναμη της Ελλάδας, μετά την Ύδρα και τις Σπέτσες αλλά και τη γενέτειρα σπουδαίων πυρπολητών, που προκαλούσαν σοβαρές ζημιές στον τουρκικό στόλο. Ο οθωμανικός στόλος, υπό τον Χοσρέφ Πασά, αποβιβάστηκε στα Ψαρά στις 20 Ιουνίου 1824. Η άμυνα των ψαριανών δεν ήταν καλά οργανωμένη, και έτσι το νησί κατελήφθη σχετικά εύκολα. Ακολούθησαν φοβερές καταστροφές και σφαγές. Από τους 30.000 κατοίκους, οι 18.000 σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν.
Ο αιγυπτιακός στόλος, υπό τον Ιμπραήμ Πασά, αμέσως μετά την καταστολή της επανάστασης στην Κρήτη, στράφηκε προς την Κάσο, η οποία, πέραν της στρατηγικής της θέσης και της εμπορικής και ναυτικής ισχύος της, είχε συνδράμει ποικιλοτρόπως τον αγώνα των Κρητικών. Στις 27 Μαΐου, οι Αιγύπτιοι, υπό τον Χουσεΐν Μπέη, εμφανίστηκαν στην Κάσο. Τη νύχτα της 28ης προς 29ης Μαΐου, αποβιβάστηκαν παραπλανητικά σε μία από τις ακτές του νησιού, ενώ συγχρόνως άλλες 30 βάρκες αποβιβάστηκαν σε απόκρημνη τοποθεσία, χωρίς να γίνουν αντιληπτές. Η επίμονη αντίσταση των Κασίων ήταν μάταιη, καθώς οι εχθρικές δυνάμεις ενισχύονταν συνεχώς. Τελικά, περίπου 2.000 Κάσιοι σκοτώθηκαν, ενώ άλλα τόσα γυναικόπαιδα αιχμαλωτίστηκαν.
Ο Άγγλος ποιητής Τζορτζ Γκόρντον Μπάυρον υπήρξε ένας από τους πιο ένθερμους φιλέλληνες. Από την αρχή της ελληνικής επανάστασης θέλησε να συμβάλει στην ευόδωσή της. Έτσι, το 1823 έγινε μέλος του «Φιλελληνικού Κομιτάτου», και το ίδιο έτος κατέφθασε στο Αργοστόλι. Από τότε, βοηθούσε σημαντικά τον αγώνα, χορηγώντας στους επαναστάτες όχι μόνο εφόδια σταλμένα από το Λονδίνο, αλλά και χρήματα από την προσωπική του περιουσία. Στις αρχές του 1824 πέρασε στο Μεσολόγγι, όπου, με δικές του δαπάνες, συνέβαλε στην οργάνωση του στρατού και στην οχύρωση της πόλης. Τον Απρίλιο του 1824 όμως ο λόρδος Μπάυρον αρρώστησε βαριά, και στις 19 του ιδίου απεβίωσε, σε ηλικία 36 χρονών. Μετά την κηδεία στο Μεσολόγγι, η σορός του μεταφέρθηκε στο Λονδίνο.
Το Μάρτιο του 1824, ο Σουλτάνος ζητά τη βοήθεια του Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου για να καταστείλει την επανάσταση.
Στη δεύτερη φάση της εμφύλιας διαμάχης (Ιούλιος 1824 – Ιανουάριος 1825), οι δύο αντίπαλες ομάδες ήταν διαφορετικές από αυτές της πρώτης φάσης. Στο ένα στρατόπεδο βρέθηκαν οι σημαντικοί προεστοί και στρατιωτικοί της Πελοποννήσου (Κολοκοτρώνης, Δεληγιάννης, Ζαΐμης, Λόντος), και στο άλλο οι νησιώτες (κυρίως Υδραίοι), που προσεταιρίστηκαν τους εμπειροπόλεμους Ρουμελιώτες για να επικρατήσουν. Η δεύτερη ομάδα (Κουντουριώτης) χρησιμοποίησε τα χρήματα του δανείου για να πληρώσει τους οπλαρχηγούς της Ρούμελης (Καραϊσκάκης, Γκούρας, Μακρυγιάννης, Σουλιώτες), οι οποίοι συνέτριψαν τους Πελοποννήσιους, διαπράττοντας απερίγραπτες καταστροφές και λεηλασίες. Ο Πάνος Κολοκοτρώνης δολοφονείται, και ο πατέρας του Θεόδωρος αποσύρεται συντετριμμένος στη Βυτίνα. Τελικά, οι νικητές «Κυβερνητικοί» θα φερθούν ξανά με αρκετή επιείκεια. Θα τους υποχρεώσει σε αυτό και η απόβαση του Ιμπραήμ που θα οδηγήσει σε δεύτερη αμνηστία και ανάθεση της αρχιστρατηγίας και πάλι στον Θ. Κολοκοτρώνη.
Στις 9 Φεβρουαρίου 1824, ελληνική αντιπροσωπεία απαρτιζόμενη από τους Ιωάννη Ορλάνδο και Ανδρέα Λουριώτη, σύναψε με τον οίκο Λόφναν, στο Λονδίνο, δάνειο 800.000 λιρών. Οι όροι του δανείου ήταν ιδιαίτερα δυσμενείς για την Ελλάδα. Συγκεκριμένα, το παραχωρούμενο ποσό είχε οριστεί στο 59% του ονομαστικού (472.000 λίρες), ο τόκος ήταν 5% επί της ονομαστικής αξίας, η προμήθεια 3%, τα ασφάλιστρα 1,5% και η περίοδος αποπληρωμής 36 χρόνια. Μάλιστα, ως εγγύηση τέθηκαν όλα τα δημόσια κτήματα και έσοδα. Το ποσό που περιήλθε τελικά στην επαναστατική διοίκηση ήταν μόλις 298.000 λίρες. Παρότι τοκογλυφικό, το δάνειο θεωρήθηκε μεγάλη πολιτική επιτυχία της Ελλάδας. Ωστόσο, η αξιοποίησή του ήταν απογοητευτική, καθώς δαπανήθηκε το μεγαλύτερο μέρος του στην εμφύλια διαμάχη, και όχι στον αγώνα κατά των Οθωμανών.
Μετά την αποκάλυψη ότι Αλβανοί του Αλή Πασά επιχείρησαν να δολοφονήσουν τον Ισμαήλ Πασόμπεη, τον αρχηγό των σουλτανικών στρατευμάτων, ο Σουλτάνος διέταξε την απομάκρυνση του Πασά από τα Ιωάννινα. Ο τελευταίος, προκειμένου να κερδίσει την εύνοια του Σουλτάνου, του αποκάλυψε την ύπαρξη της Φιλικής Εταιρείας και τα σχέδια των Ελλήνων για Επανάσταση, αλλά δεν κατάφερε να ανατρέψει τη σουλτανική διαταγή. Αρνήθηκε όμως να υπακούσει και να εγκαταλείψει το πασαλίκι του, με αποτέλεσμα η Πύλη να αρχίσει να συγκεντρώνει εναντίον του στρατεύματα. Η ανταρσία του Αλή Πασά έδωσε το δικαίωμα στους Σουλιώτες να επιστρέψουν στα χωριά τους, από τα οποία είχαν εξοριστεί, καθώς ο Σουλτάνος έδωσε την δυνατότητα αυτή σε όσους είχαν εκδιωχθεί ή αδικηθεί από τον Πασά, προκειμένου να υπονομεύσει την επιρροή του στην Ήπειρο. Οι Σουλιώτες ενθαρρύνθηκαν μάλιστα από τον Πασόμπεη να απελευθερώσουν τους τόπους τους από τον Αλή. Ωστόσο, οι Τουρκαλβανοί της σουλτανικής φρουράς, οι οποίοι είχαν μοιραστεί τα χωριά των Σουλιωτών, πρότειναν την εξόντωσή τους, οδηγώντας τους να συμμαχήσουν με τον Αλή Πασά και τους πιστούς σε αυτόν Τουρκαλβανούς (Ιανουάριος 1821). Τελικά τον Ιανουάριο του 1822, ο Αλή ηττάται και σκοτώνεται στο νησί της λίμνης των Ιωαννίνων.
Το 1807 η Πολιτεία των Ηνωμένων Επτανήσων παραχωρήθηκε στον Ναπολέοντα. Στο συνέδριο της Βιέννης, αποφασίστηκε να αποτελέσουν τα Ιόνια Νησιά ανεξάρτητο κράτος υπό την προστασία της Μεγάλης Βρετανίας. Έτσι δημιουργήθηκε το Ηνωμένο Κράτος των Ιονίων Νήσων, μια ομοσπονδία των νησιών, αλλά στην πραγματικότητα ένα αγγλικό προτεκτοράτο. Τη διοίκηση των νησιών θα αναλάβει ο Thomas Maitland.
Το 1808 ο σουλτάνος Μουσταφά Δ´ ανατρέπεται, και στο σουλτανικό θρόνο ανεβαίνει ο Μαχμούτ Β´. Ο νέος σουλτάνος συνέδεσε το όνομά του με τον εξευρωπαϊσμό της Αυτοκρατορίας, και χρησιμοποίησε την Ελληνική Επανάσταση για να προωθήσει μεταρρυθμίσεις όπως η κατάργηση του σώματος των γενιτσάρων. Ωστόσο έκανε μεγάλα λάθη που αφορούσαν κυρίως τις βίαιες πρακτικές του, ιδιαίτερα στη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης (βλ. απαγχονισμός Πατριάρχη, σφαγή της Χίου). Με αυτές διαφωνούσαν ο Μέγας Βεζίρης και ο επικεφαλής των Ουλεμά, ο Σουλτάνος όμως τους απομάκρυνε. Τελικά οι σφαγές στις οποίες προχώρησε, ενίσχυσαν την αποφασιστικότητα των Ελλήνων, τα εθνικά χαρακτηριστικά της Επανάστασής τους και το αίτημα για Ανεξαρτησία.
Το 1806, στο πλαίσιο του νέου ρωσοτουρκικού πολέμου, ο Αλή Πασάς απειλούσε να καταλάβει τη Λευκάδα. Η κυβέρνηση της Επτανήσου Πολιτείας ανέθεσε την οργάνωση της άμυνας του νησιού στον Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος είχε λίγο νωρίτερα ολοκληρώσει τη θητεία του ως Γραμματέας της Πολιτείας. Το 1807 φτάνουν στη Λευκάδα ο Καποδίστριας, ο μητροπολίτης Άρτας Ιγνάτιος και στρατιωτικές ενισχύσεις. Ο Καποδίστριας προχώρησε σε κάλεσμα των οπλαρχηγών της Στερεάς Ελλάδας και της Ηπείρου στην περιοχή του Μαγεμένου. Ανάμεσα σε αυτούς που ανταποκρίθηκαν βρίσκονταν οι Κατσαντώνης, Κίτσος Μπότσαρης, Τζαβέλας, Καραΐσκος, Νικοτσάρας, Αναγνωσταράς, Βαρνακιώτης και πολλοί άλλοι, οι οποίοι σε μια κοινή προσπάθεια κατάφεραν να κατατροπώσουν τους Τουρκαλβανούς. Η σημασία της συγκέντρωσης αυτής είναι μεγάλη, καθώς ανέδειξε το πνεύμα που κυριαρχούσε ανάμεσα στους οπλαρχηγούς της ηπειρωτικής Ελλάδας.
Το 1804 ξεσπά η Σερβική επανάσταση, η οποία ξεκίνησε ως εξέγερση εναντίον των αυθαιρεσιών των γενιτσάρων. Στο στάδιο αυτό οι Σέρβοι έχουν στο πλευρό τους την Οθωμανική Αυτοκρατορία, σύντομα όμως θα παρουσιαστεί διάσταση και οι Σέρβοι θα διεκδικήσουν την ανεξαρτησία τους. Οι Σέρβοι, υπό τον ρωμαλέο αρχηγό τους Καραγεώργη Πέτροβιτς, σημειώνουν νίκες κατά των Οθωμανών αλλά τελικά ηττώνται όταν θα τους εγκαταλείψει η Ρωσία. Το έργο του Καραγεώργη, υπό άλλη μορφή, συνεχίζει ο Μίλος Ομπρένοβιτς μετά το 1815. Με την καθοδήγηση του Ομπρένοβιτς, οι Σέρβοι αποκτούν, σταδιακά, διευρυμένη αυτονομία. Η Σερβία θα γίνει ανεξάρτητη το 1878. Στον αγώνα τους οι Σέρβοι είχαν συνδρομή και υποστήριξη και από Έλληνες ενόπλους που έσπευσαν στα πεδία των μαχών.
Την εποχή αυτή ο αριθμός των ελληνικών σχολείων στη Βαλκανική, τα νησιά του Αιγαίου και τα παράλια της Μικράς Ασίας είναι τέτοιος, ώστε ο Κοραής να υπολογίζει ότι δεν υπάρχει πόλη ή κωμόπολη χωρίς σχολείο. Κάποια από τα σχολεία αυτά διαθέτουν κτίρια επιβλητικά, βιβλιοθήκη και αίθουσα Φυσικής και Χημείας. Δίπλα στα μαθήματα των θετικών επιστημών, που έχουν τώρα πάρει κεντρική θέση στην εκπαίδευση, διδάσκονται οι αρχαίοι συγγραφείς και η αρχαία ιστορία, ενώ σε σημαντικό μάθημα αναδεικνύεται και η γεωγραφία. Στα πλαίσια αυτά αρχίζει να γίνεται αντιληπτή η ανάγκη για την χρήση της δημοτικής γλώσσας αντί της αρχαΐζουσας, θέση υπέρ της οποίας θα σταθούν σημαντικοί λόγιοι όπως ο Δανιήλ Φιλιππίδης και ο Αθανάσιος Χριστόπουλος. Το κόστος ανέγερσης και λειτουργίας των σχολείων αναλαμβάνουν Έλληνες έμποροι του εξωτερικού, συντεχνίες, κοινότητες, ενώ η Εκκλησία παίζει, κατά τόπους, υποστηρικτικό ρόλο. Σημαντικότερα υπήρξαν τα σχολεία των Ιωαννίνων, των Αμπελακίων, της Χίου, του Βουκουρεστίου, του Ιασίου, της Σμύρνης, των Κυδωνιών (Αϊβαλί), της Δημητσάνας, της Ζαγοράς, των Μηλεών του Πηλίου κλπ.
Μετά τη Συνθήκη της Ρωσοτουρκικής Συμμαχίας (Ιανουάριος 1799) και την κατάληψη των Επτανήσων από το ρωσοτουρκικό στόλο, ιδρύεται με τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης (21 Μαρτίου 1800) η Πολιτεία των Ηνωμένων Επτανήσων, τα οποία μέχρι το 1799 βρίσκονταν υπό γαλλική κυριαρχία. Η Επτάνησος Πολιτεία αποτελεί το πρώτο ημι-αυτόνομο κρατίδιο σε ελληνικό χώρο. Πολιτικά βρισκόταν υπό τον έλεγχο του Σουλτάνου, ενώ θρησκευτικά υπό την επικυριαρχία της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Στο κρατικό αυτό μόρφωμα βρήκαν καταφύγιο κλέφτες, καθώς και Σουλιώτες μετά την ήττα τους από τον Αλή Πασά των Ιωαννίνων. Το «βυζαντινό» Σύνταγμα, το οποίο εγκρίθηκε στην Κωνσταντινούπολη, προέβλεπε τον ομοσπονδιακό χαρακτήρα του κράτους, τη σύσταση Γερουσίας και Μεγάλου Συμβουλίου, καθώς και την επαναφορά των προνομίων και των τίτλων τιμής, επαναφέροντας την εξουσία των τοπικών αριστοκρατικών οικογενειών. Το 1807 η Πολιτεία θα παραχωρηθεί στη Γαλλία του Ναπολέοντα, ενώ τότε θα ξεκινήσει και μια βρετανική εκστρατεία με στόχο την κατάληψη των νησιών.
Ο Μιχαήλ Σούτσος, γόνος της ομώνυμης σπουδαίας φαναριώτικης οικογένειας, ανέρχεται το 1819 στο αξίωμα του πρίγκιπα της Μολδαβίας. Μέλος της Φιλικής Εταιρείας, ο Σούτσος θα παίξει καίριο ρόλο στην επανάσταση που πρόκειται να ξεκινήσει στη Μολδοβλαχία. Θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει την έδρα του το 1821, όταν θα κηρυχθεί έκπτωτος εξαιτίας της συμμετοχής του στην Επανάσταση. Την ίδια χρονιά θα αφοριστεί από το Οικουμενικό Πατριαρχείο μαζί με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Κατά την διάρκεια της Επανάστασης θα συμβάλλει χρηματικά στον ελληνικό αγώνα.
Στο πλαίσιο νέου ρωσοτουρκικού πολέμου (1787-1792), ο καταγόμενος από τη Λιβαδειά Έλληνας αξιωματικός του τσάρου, Λάμπρος Κατσώνης, δρα με άδεια του διοικητή του Γκριγκόρι Ποτέμκιν με στολίσκο στα ύδατα του Αιγαίου και του Ιονίου, καταλαμβάνοντας και διαρπάζοντας οθωμανικά πλοία, σε συνεργασία και με τον κλέφτη Ανδρέα Βερούση (καπετάν Ανδρούτσο, πατέρα του Οδυσσέα). Το καλοκαίρι του 1789 έχει φτάσει να ελέγχει όλες τις Κυκλάδες και προτρέπει τους προύχοντες να μην καταβάλουν φόρους στην Πύλη. Μετά την ήττα του στη ναυμαχία στην περιοχή του Καβοντόρο (Μάιος 1790) ανανέωσε τις δυνάμεις του και συνέχισε τον αγώνα του, αν και με την υπογραφή της Συνθήκης του Ιασίου το 1792 έχασε την υποστήριξη των Ρώσων και συνέχισε μόνος του την δράση του κάνοντας επιδρομές στο Αιγαίο. Το 1794 γύρισε στην Ρωσία, παραιτήθηκε από αξιωματικός και έζησε μέχρι το θάνατό του το 1804 στην Κριμαία.
Μέσα σε κλίμα θεαματικής ανάπτυξης της ελληνικής παιδείας, τυπώνεται στη Βιέννη το εμβληματικό έργο των Θεσσαλών λογίων Δανιήλ Φιλιππίδη και Γρηγορίου Κωνσταντά, Γεωγραφία Νεωτερική, στο οποίο παρατίθενται σημαντικές πληροφορίες για τον ελληνισμό, με πολιτική και ιστορική οπτική. Πρόκειται για ένα συνειδητό εγχείρημα μιας περιγραφής με καινοτόμες μεθόδους των περιοχών της Ελλάδας, η οποία παρουσιάζεται σαν ένα πλέγμα αυτοτελών τοπικών μορφωμάτων. Οι συγγραφείς δεν περιορίζονται μόνο στην ιστορική προσέγγιση, αλλά κάνουν και θρησκευτικές, γλωσσολογικές και δημογραφικές παρατηρήσεις. Η Γεωγραφία Νεωτερική αποτελεί ένα προοδευτικό για την εποχή έργο, το οποίο καταδικάζει τις κοινωνικές αδικίες και την οικονομική εκμετάλλευση από την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Ιδρύεται στην Οδησσό, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ρωσίας στη Μαύρη Θάλασσα, μυστική εταιρεία, η «Εταιρεία των Φιλικών», από τον Πάτμιο Εμμανουήλ Ξάνθο, τον Γιαννιώτη Αθανάσιο Τσακάλωφ και τον Αρτινό Νικόλαο Σκουφά. Στόχος της ήταν η απελευθέρωση των Ελλήνων από την οθωμανική κυριαρχία. Όπως και οι τεκτονικές εταιρείες της εποχής, είχε χαρακτήρα συνωμοτικό, διαδικασίες μύησης των μελών, πολύπλοκη εσωτερική ιεραρχία και αυστηρά μέτρα για την αυτοπροστασία της. Το 1818 η έδρα της Εταιρείας μεταφέρεται στην Κωνσταντινούπολη. Ο Εμμανουήλ Ξάνθος θα προσφέρει την ηγεσία της στον Υπουργό του τσάρου της Ρωσίας Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος όμως θα την αρνηθεί. Τελικά, την ηγεσία της Εταιρείας αναλαμβάνει, το 1820, ο υπασπιστής του Τσάρου, Αλέξανδρος Υψηλάντης, γόνος μιας από τις σημαντικότερες φαναριώτικες οικογένειες. Είναι αυτός που θα κηρύξει την έναρξη της Επανάστασης τον Φεβρουάριο του 1821 με το πέρασμα του ποταμού Προύθου.
Το 1789 ξεκινά μια σειρά συγκρούσεων ανάμεσα στους Σουλιώτες και τον Αλή Πασά, νέο πασά των Ιωαννίνων, ο οποίος είχε επεκτατικές βλέψεις. Εμπόδιο στα σχέδιά του αποτελούσε η κοινότητα των Σουλιωτών που είχε εξελιχθεί σε ένα ισχυρό τοπικό κέντρο εξουσίας. Στις δύο πρώτες εκστρατείες του το 1789 και το 1792 οι έμπειροι πολεμικά Σουλιώτες αντιστέκονται σθεναρά, με αποτέλεσμα ο Πασάς να κατατροπωθεί και να αναγκαστεί να υπογράψει συνθήκη. Ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην πρώτη νίκη των Σουλιωτών έπαιξε η βοήθεια που είχαν από τοπικούς πασάδες και μπέηδες που αντιμετώπιζαν εχθρικά τον Αλή Πασά, ενώ στην δεύτερη επίθεση διακρίθηκε η γυναίκα του Λάμπρου Τζαβέλλα Μόσχω, η οποία ήταν επικεφαλής των Σουλιωτισσών. Παρά τις πρώτες ήττες του, το 1800 ο Αλή Πασάς θα εκστρατεύσει και πάλι εναντίον των Σουλιωτών, αυτή τη φορά με σουλτανική διαταγή, και θα αποκλείσει το Σούλι, με αποτέλεσμα οι Σουλιώτες να μην αντέξουν και να υποκύψουν το 1803. Θα αναγκαστούν να εγκαταλείψουν τα χωριά τους και να καταφύγουν στα γειτονικά Επτάνησα.
Το Δεκέμβριο του 1790 οι αδελφοί Μαρκίδες Πούλιου από την Σιάτιστα εκδίδουν στη Βιέννη την πρώτη σωζόμενη ελληνική εφημερίδα με τίτλο Εφημερίς, που κυκλοφορεί μέχρι το 1797, όταν οι αυστριακές αρχές θα κλείσουν το τυπογραφείο και θα συλλάβουν τους εκδότες εξαιτίας της εκτύπωσης από αυτούς των επαναστατικών κειμένων του Ρήγα, ο οποίος είχε συλληφθεί την ίδια χρονιά στην Τεργέστη. Ελληνικά δημοσιογραφικά φύλλα όπως η Εφημερίς, τα οποία κυκλοφορούσαν στην Ευρώπη μέχρι το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης, έδωσαν φωνή στο ελληνικό έθνος και τις διεκδικήσεις του και επεδίωξαν την επικοινωνία και τη συσπείρωση των Ελλήνων.
Κατά την περίοδο αυτή, που ξεκινά από τα μέσα του 18ου αιώνα, αυξάνονται στην Ευρώπη οι λόγιοι που στρέφουν το ενδιαφέρον τους στην Ελλάδα και συσχετίζουν τους αρχαίους με τους νεότερους Έλληνες, επηρεασμένοι από πνευματικά κινήματα όπως ο ρομαντισμός και ο κλασικισμός. Οι σημαντικότεροι ανάμεσά τους είναι οι Γάλλοι Guys, Choiseul-Gouffier, Chateaubriand, οι Γερμανοί Goethe, Schiller, Hölderlin, ο Άγγλος ποιητής Byron κ.ά. Κάποιοι εξ αυτών επισκέπτονται ελληνικές περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και δίνουν περιγραφές των ελληνικών τοπίων από τα οποία γοητεύονται, παρατηρούν με συμπάθεια και μελαγχολία τη θλιβερή κατάσταση της Ελλάδας και στοχάζονται για το ανθρώπινο μεγαλείο. Συνέπεια της τάσης αυτής είναι η αύξηση του ενδιαφέροντος για την τύχη του ελληνικού έθνους και η συζήτηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την απελευθέρωσή του.
Ιδρύεται στην Αθήνα, από Ευρωπαίους και Έλληνες λογίους και υπό την προστασία της Μεγάλης Βρετανίας, η Εταιρεία των Φίλων των Μουσών ή Φιλόμουσος Εταιρεία, με φανερό σκοπό την πνευματική ανάπτυξη των Ελλήνων και την προστασία των αρχαιοτήτων, και μη ομολογημένο την Επανάσταση. Το έργο της Φιλόμουσου Εταιρείας βοήθησε η ύπαρξη σημαντικών εστιών ελληνισμού σε διάφορα μέρη των Βαλκανίων και η συμβολή σημαντικών προσώπων, ελληνικής και μη καταγωγής. Για τους ίδιους μορφωτικούς σκοπούς και προκειμένου να εξισορροπηθεί η αγγλική επιρροή, ο Ιωάννης Καποδίστριας ίδρυσε υπό το ευνοϊκό κλίμα της εποχής και με την υποστήριξη του Τσάρου ομώνυμη εταιρεία στη Βιέννη, όπου όμως οι αυστριακές αρχές παρακολουθούσαν στενά τις δραστηριότητές της. Οι δύο εταιρείες δεν συγχωνεύτηκαν ποτέ, και η Εταιρεία των Αθηνών συνέχισε την λειτουργία της μέχρι το 1825.
Ο Θεσσαλός Ρήγας Βελεστινλής (1757-1798) αναδείχθηκε στον σημαντικότερο επαναστάτη των Βαλκανίων στα τέλη του 18ου αιώνα, ενώ στο πρόσωπό του αντικατοπτρίζονται η φλόγα για την ελευθερία και τη δικαιοσύνη. Επηρεασμένος από τη Γαλλική Επανάσταση και απογοητευμένος από τη Ρωσία, ενθουσιάζεται με την προσωπικότητα του Ναπολέοντα και ελπίζει στην απαλλαγή των Ελλήνων και των άλλων λαών της Βαλκανικής από τον ζυγό του σουλτάνου. Μετά το 1796 βάση της δράσης του έχει τη Βιέννη, όπου εκδίδει τη Χάρτα της Ελλάδος και το Σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας. Όραμά του ήταν μια πολυεθνική και ανεκτική βαλκανική πολιτική ενότητα, απαλλαγμένη από την οθωμανική κυριαρχία, στην οποία οι Έλληνες θα είχαν πρωταρχική θέση. Συλλαμβάνεται από τους Αυστριακούς, οι οποίοι και τον παραδίδουν στους Οθωμανούς. Οι τελευταίοι τον εκτελούν στο Βελιγράδι το 1798.
Η επανάσταση αυτή εξελίχθηκε σε πόλεμο ανεξαρτησίας των Αμερικανών από τη Βρετανική Αυτοκρατορία. Αφορμή στάθηκε η επιβολή φόρων από τη Μεγάλη Βρετανία εξαιτίας του πολέμου με τη Γαλλία, που προκάλεσε την αντίδραση των αποικιών, οι οποίες αρνήθηκαν να τους πληρώσουν καθώς δεν εκπροσωπούνταν στο Κοινοβούλιο. Οι Αμερικανοί είχαν τη βοήθεια στρατευμάτων που εστάλησαν από τον βασιλιά της Γαλλίας, ενώ με τις αποικίες συμμάχησαν επίσης οι Ισπανοί και οι Ολλανδοί. Ηγέτες τους ήταν σπουδαίοι πολιτικοί, όπως ο Τόμας Τζέφερσον και ο Βενιαμίν Φραγκλίνος, και ο στρατηγός Τζωρτζ Ουάσινγκτον. Κατά τη διάρκεια της πρωτοπόρας αυτής επανάστασης συντάχθηκαν η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας, το Σύνταγμα, και η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων, οι ιδέες των οποίων επηρέασαν τις επαναστάσεις που ακολούθησαν (τη Γαλλική το 1789 και βεβαίως αργότερα την Ελληνική το 1821).
Το 1811 εκδίδεται στη Βιέννη, από τον Θεσσαλό λόγιο, κληρικό και χαρτογράφο Άνθιμο Γαζή, το εμβληματικό περιοδικό του νέου ελληνισμού Λόγιος Ερμής με φιλολογική ύλη και ειδήσεις. Πρόκειται για το πρώτο αμιγώς ελληνικό φιλολογικό περιοδικό. Το περιοδικό συνέχισε να εκδίδεται με διακυμάνσεις στην κυκλοφορία του μέχρι το 1821 και είχε καθοριστική σημασία για την ελληνική παιδεία. Περιοδικά όπως ο Λόγιος Ερμής είχαν στόχο να συμβάλλουν στη διάδοση της επιστημονικής γνώσης, ιδιαίτερα στον ελληνικό χώρο, και να φωτίσουν τα ζητήματα της ελληνικής παιδείας.
Μετά τις συνθήκες του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή (1774) και Αϊναλί Καβάκ (1784) η ελληνική εμπορική ναυτιλία αναπτύσσεται θεαματικά, με ελληνικά πλοία να εμπορεύονται στο Αιγαίο, την ανατολική Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα υπό ρωσική σημαία. Το ελληνικό εμπορικό ναυτικό δρα σταδιακά σε ολόκληρη τη Μεσόγειο – με κύριους ελληνικούς ναυτότοπους το Γαλαξίδι, το Μεσολόγγι, τα Ψαρά, τις Σπέτσες, την Ύδρα κ.ά. Μετά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1787-1792, δίνονται στα ελληνικά νησιά προνόμια (κατασκευή καραβιών, ελευθερία κινήσεων στην Κωνσταντινούπολη κ.α.) προκειμένου να αποτραπεί η ρωσική επιρροή, με αποτέλεσμα την ενδυνάμωση του ελληνικού εμπορίου. Παράλληλα, το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης (1789) και η επακόλουθη εξασθένιση του γαλλικού εμπορίου δίνει μια σημαντική εμπορική ευκαιρία στους Έλληνες, οι οποίοι εκμεταλλεύονται την απουσία των Γάλλων στη Μεσόγειο. Οι Έλληνες θα επωφεληθούν αργότερα και από τους ανταγωνισμούς Γαλλίας και Μεγάλης Βρετανίας που πλήττουν το εμπόριο των δύο χωρών, καθώς και από τους Ναπολεόντειους Πολέμους (1803-1815), κάνοντας εμπόριο με τα αποκλεισμένα λιμάνια.
Ο μοναχός Κοσμάς ο Αιτωλός έδρασε κατά τις δεκαετίες του 1760 και 1770, κυρίως στη Μακεδονία, την Ήπειρο και τη νότια Αλβανία, παρακινώντας τους πιστούς να μείνουν προσηλωμένοι στη χριστιανική θρησκεία και να στραφούν προς την παιδεία, την οποία έβλεπε ως βάση για την θρησκευτική και ηθική αναγέννηση και σωτηρία των Ελλήνων. Προς τούτο, δημιούργησε ο ίδιος δεκάδες ελληνικά σχολεία. Συχνά το κήρυγμά του είχε και εθνικό περιεχόμενο, με αναφορές στην απελευθέρωση του ελληνικού έθνους, για αυτό και θεωρήθηκε πως προωθούσε πατριωτικές ιδέες και στόχευε στην επανάσταση των χριστιανών εναντίον του Πασά. Παράλληλα, οι λόγοι του εναντίον της αδικίας έγιναν αντιληπτοί ως ένας τρόπος να ανατραπεί το κοινωνικό καθεστώς. Κατά την διάρκεια των Ορλωφικών οι Τούρκοι υποπτεύονταν πως εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των Ρώσων. Μετά από συκοφαντίες εχθρών του εκτελέστηκε στη σημερινή Αλβανία τον Αύγουστο του 1779.
Ιδρύεται στο Παρίσι μυστική εταιρεία με σκοπό να συντελέσει στην ωρίμανση των συνθηκών που θα επέτρεπαν την αλλαγή της κατάστασης των Ελλήνων, από τον Γάλλο Choiseul Gouffier και τον Αθανάσιο Τσακάλωφ, μετέπειτα συνιδρυτή της Φιλικής Εταιρείας. Η ίδρυση του Ξενοδοχείου μπορεί να ενταχθεί στη γενικότερη τάση της εποχής, στην καρδιά της οποίας βρισκόταν ο τεκτονισμός, και κατά την οποία αναδύεται ένας νέος τύπος κοινωνικών κλειστών οργανώσεων που χαρακτηρίζονται από συνωμοτικό χαρακτήρα, τελετουργικές διαδικασίες μύησης, και πολιτικοποίηση των μελών.
Ο Αδαμάντιος Κοραής, που ζούσε στο Παρίσι, ασχολήθηκε, μεταξύ άλλων, και με την έκδοση αρχαίων ελληνικών κειμένων με σκοπό την πνευματική και πολιτισμική ανύψωση του ελληνικού έθνους. Στην εμβληματική «Ελληνική Βιβλιοθήκη» του, τα κείμενα των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων συνοδεύονται από εκτεταμένα σχόλια και προλεγόμενα «εις την κοινήν γλώσσαν», που θυμίζει την καθαρεύουσα. Αυτή η γλώσσα ήταν κατανοητή σε όλους τους Έλληνες, κάτι που θα τον διευκόλυνε στην πραγματοποίηση των στόχων του.
Επαναστατικές κινήσεις υποκινούνται στη Στερεά Ελλάδα, την Κρήτη και την Πελοπόννησο από Ρώσους πράκτορες και, ιδιαίτερα, τους αδελφούς Θεόδωρο και Αλέξιο Ορλώφ, στο πλαίσιο του ρωσοτουρκικού πολέμου 1768-1774. Κύριο θέατρο του πολέμου είναι η Πελοπόννησος, όπου έδρασαν από κοινού περιορισμένες ρωσικές δυνάμεις, Μανιάτες και ένοπλοι συνδεδεμένοι με την ισχυρή μεσσηνιακή προυχοντική οικογένεια Μπενάκη. Για την προετοιμασία της εξέγερσης σημαντική ήταν η δραστηριότητα του Γεώργιου Παπαζώλη, ελληνικής καταγωγής αξιωματικού του ρωσικού στρατού. Ο Παπαζώλης είχε οργανώσει ένα δίκτυο πρακτόρων που κινούνταν στον ελληνικό χώρο για να συλλέξει πληροφορίες, ενώ από το 1766 πέρασε και ο ίδιος αρκετό καιρό στην Πελοπόννησο προσπαθώντας να πείσει τους τοπικά ισχυρούς να συμμετέχουν στην δράση του. Ερείσματα τελικά βρήκε στην Καλαμάτα, όπου ήρθε σε επαφή με τον Παναγιώτη Μπενάκη και υπέγραψε συμφωνία με τοπικούς άρχοντες και ιερείς όπως οι Π. Κρεββατάς, Ι. Δεληγιάννης, Π. Ζαΐμης κ.α. Παράλληλα με τον Παπαζώλη δρούσαν και άλλοι απεσταλμένοι των Ρώσων, όπως ο επίσης ελληνικής καταγωγής Εμμανουήλ Σάρρος, ο οποίος ταξίδεψε σε διάφορες ελληνικές περιοχές προσπαθώντας να δικτυωθεί και να ερευνήσει τις δυνατότητες για εξέγερση. Παρά την προετοιμασία, το όλο εγχείρημα έληξε δραματικά, με ήττα και φυγή χιλιάδων Ελλήνων, κυρίως προς τη Ρωσία. Η Ρωσία, πάντως, θα κερδίσει τον πόλεμο και η Οθωμανική Αυτοκρατορία θα αναγκαστεί να υπογράψει τη συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή (1774), που αποδείχθηκε ευεργετική για τη ζωή και την οικονομική δραστηριότητα των Ορθοδόξων κατοίκων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ιδιαίτερα των Ελλήνων.
Πολυκύμαντη επανάσταση που επηρέασε βαθιά την Ευρώπη και όλο τον κόσμο. Ακολουθώντας το πρότυπο της Αμερικανικής Επανάστασης, οι Γάλλοι επαναστάτες συνέταξαν Διακήρυξη και Συντάγματα. Η Επανάσταση πέτυχε, αλλά αφού πέρασε πρώτα από διάφορα στάδια (μεταξύ των οποίων και η περίοδος της Τρομοκρατίας) κατέληξε στο Διευθυντήριο. Τελικά η Επανάσταση κατέληξε να ελέγχεται πλήρως από τον Κορσικανό στρατιωτικό, Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Αυτός οδήγησε τα γαλλικά στρατεύματα σε εκστρατεία στην Αίγυπτο (1798), συγκρούστηκε στην Ευρώπη με τους Αυστριακούς, τους Γερμανούς, τους Ρώσους και τους Άγγλους, για να ηττηθεί τελικά στο Βατερλώ του Βελγίου από τον Άγγλο στρατηγό Ουέλλινγκτον, το 1815. Οι ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης θα βρουν μεγάλη απήχηση στους Έλληνες διανοούμενους και θα φυτέψουν την ελπίδα της εθνικής ελευθερίας. Παράδειγμα ενός τέτοιου διανοούμενου αποτελεί ο Ρήγας Βελεστινλής, τα επαναστατικά κείμενα και ιδέες του οποίου θα συγκινήσουν και θα αφυπνίσουν το ελληνικό έθνος.
Το 1806 τυπώνεται στην Ιταλία και κυκλοφορεί μεταξύ των Ελλήνων, εντός και εκτός Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η Ελληνική Νομαρχία, το πιο σημαντικό από τα ανώνυμα ελληνικά επαναστατικά κείμενα που κυκλοφορούν αυτήν την εποχή. Ο άγνωστος συγγραφέας (πιθανόν ο Αθανάσιος Ψαλίδας ή ο Σπυρίδων Σπάχος) υπογράφει ως «Ανώνυμος ο Έλλην». Στο κείμενο, το οποίο είναι επηρεασμένο από μια παράδοση αμφισβήτησης και τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης, εκφράζονται οι αρχές της ελευθερίας και της ισότητας. Γίνεται ακόμα αναφορά στους πλούσιους και μορφωμένους Έλληνες, οι οποίοι θα μπορούσαν καθοδηγήσουν τους συμπατριώτες τους προς στην αναγέννηση του έθνους.
Με κοινή απόφαση της οθωμανικής διοίκησης της Πελοποννήσου και των Ελλήνων προυχόντων και κληρικών, και με τη συμπαράσταση του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, ολοκληρώνεται το 1806 η εξόντωση των κλεφτών της Πελοποννήσου, των οποίων τη βοήθεια είχαν ζητήσει οι Οθωμανοί για να αντιμετωπίσουν τους Τουρκαλβανούς που επιδίδονταν σε συνεχείς λεηλασίες. Ωστόσο, μετά από αυτό οι λεηλασίες των ίδιων των κλεφτών, με στόχο κυρίως Χριστιανούς, είχαν ως αποτέλεσμα την παν-πελοποννησιακή απόφαση της εξόντωσής τους. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης διασώζεται, την τελευταία στιγμή, περνώντας στα Επτάνησα.
Με την έκρηξη του νέου ρωσοτουρκικού πολέμου (1806-1812), αρματολοί και κλέφτες δρουν κατά των Οθωμανών: οι Κατσαντώνης και Κίτσος Μπότσαρης στην Ακαρνανία, οι Λαζαίοι και ο Νικοτσάρας στον Όλυμπο, ο Θύμιος Μπλαχάβας στη Θεσσαλία. Ο Νικοτσάρας επιδίδεται και σε θαλασσινές καταδρομές στο Αιγαίο και στη Μακεδονία. Μετά την ρωσοτουρκική ανακωχή (1807) οι επιχειρήσεις τους είναι μικρότερης εμβέλειας.
Η άφιξη του Όθωνα στην Ελλάδα στις 25 Ιανουαρίου 1833 συνοδεύτηκε από την υποστήριξη της Ευρώπης σε χρήματα, στρατιωτικές και διοικητικές δυνάμεις, ώστε να σταθεροποιηθεί το νέο κράτος. Μέχρι την ενηλικίωσή του, ορίστηκε μια αντιβασιλεία αποτελούμενη από τους Βαυαρούς αξιωματούχους Άρμανσπεργκ, Μάουρερ, Χέιντεκ, και Άμπελ, που ξεκίνησε αμέσως την ανασυγκρότηση της χώρας, κυβερνώντας όμως αυταρχικά. Σκοπός τους ήταν η δημιουργία κεντρικών κυβερνητικών υπηρεσιών που θα ασκούσαν την εξουσία στο όνομα του Βασιλιά. Έδειξαν δραστήριο έργο σε όλους τους τομείς και ιδιαίτερα στην Δικαιοσύνη (σύνταξη νομικών κωδίκων 1833-1835), την Παιδεία (ίδρυση Πανεπιστημίου 1837), την Οικονομία (καθιέρωση δραχμής 1833), τη Διοικητική διαίρεση (διαίρεση σε νομούς και επαρχίες) κ.α. Ο Όθωνας ανέλαβε επίσημα τα καθήκοντά του τον Ιούνιο του 1835, διατηρώντας όμως τους αντιβασιλείς στα καθήκοντά τους. Στις αρχές Σεπτεμβρίου 1843, μετά από την εκδήλωση της Επανάστασης της 3ης Σεπτεμβρίου, αναγκάστηκε να παραχωρήσει Σύνταγμα, να απομακρύνει τους Βαυαρούς από τις θέσεις τους και να διορίσει πολιτικό πρόσωπο για Πρωθυπουργό. Θα παραμείνει στο θρόνο μέχρι και το 1862, οπότε θα εκδηλωθεί νέα εξέγερση και θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει την χώρα.
Παράλληλα με τα γεγονότα στον Πόρο, ο Ιωάννης Καποδίστριας είχε να αντιμετωπίσει και την εχθρότητα των Μανιατών, οι οποίοι είχαν προχωρήσει σε ανοιχτή επανάσταση. Ακόμα περισσότερο, ο Κυβερνήτης είχε έρθει σε προσωπική αντιπαράθεση με τους Μαυρομιχάληδες, με κορύφωση τη διαταγή της φυλάκισης του Πετρόμπεη και την κράτηση του Κωνσταντίνου και του Γεώργιου στο Ναύπλιο. Το πρωί της 27ης Σεπτεμβρίου πηγαίνοντας στην εκκλησία, ο Καποδίστριας δολοφονείται στο Ναύπλιο δεχόμενος επίθεση από τον Κωνσταντίνο και τον Γεώργιο. Ο Κωνσταντίνος θα σκοτωθεί επιτόπου από τον συνοδό του Καποδίστρια, ενώ ο Γεώργιος, ο οποίος θα διαφύγει από το πλήθος που προσπαθεί να τον λιντσάρει, θα καταδικαστεί σε θάνατο και θα εκτελεστεί.
Στις 8 Ιανουαρίου ο Ιωάννης Καποδίστριας φτάνει στο Ναύπλιο και βρίσκει την Ελλάδα σε τραγική κατάσταση. Τα εχθρικά στρατεύματα συνέχιζαν τις επιδρομές τους στην Πελοπόννησο, οι οπλαρχηγοί έκαναν καπάκια με τους Τούρκους, οι στρατιώτες ζητούσαν τους μισθούς τους, ενώ το εθνικό ταμείο ήταν άδειο και κυριαρχούσε η αταξία. Ωστόσο η παρουσία του Κυβερνήτη έφερε στους εξαθλιωμένους Έλληνες ελπίδα και ενθουσιασμό. Δύο μέρες αργότερα θα μεταβεί στην Αίγινα, η οποία θα γίνει η προσωρινή έδρα της διοίκησης. Ο Καποδίστριας θα επιδείξει στη συνέχεια μια αξιοσημείωτη προσπάθεια για την εκ του μηδενός ανοικοδόμηση του κράτους. Βασικοί του στόχοι ήταν η εγκαθίδρυση μιας ισχυρής κεντρικής κυβέρνησης, η αναδιάρθρωση της οικονομίας και η δημιουργία ενός αξιόμαχου τακτικού στρατού.
Στις 11 Απριλίου 1827 μια επιτροπή αποτελούμενη από τους Κ. Πολυάδη, Κ. Τασσίκα, Μ.Κ. Πάγκαλο, Χ. Οικονομίδη και Α. Σκανδαλίδη, η οποία είχε αναλάβει με απόφαση της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης την διερεύνηση των οικονομικών της χώρας, υπέβαλε τα πορίσματά της. Η έκθεση παρουσίαζε ξεκάθαρα το οικονομικό χάος που επικρατούσε στην χώρα. Καταχρήσεις, ελλείψεις και λάθη είχαν ως αποτέλεσμα να λείπει από το κρατικό ταμείο ένα υπέρογκο ποσό, το οποίο προερχόταν από χρωστούμενες ομολογίες, μη καταβολή εθνικών προσόδων, αποζημιώσεις και πληρωμές που δεν σημειώθηκαν. Παράλληλα, στα εθνικά κατάστιχα δεν είχαν καταγραφεί ούτε τα δάνεια από το Λονδίνο, τα χρήματα από τα οποία είχαν κατασπαταληθεί, ούτε και άλλες δοσοληψίες. Τα μόνα έσοδα του κράτους προέρχονταν από δωρεές και από τις λείες, αλλά και αυτά δεν ήταν αρκετά. Η κατάσταση αυτή είχε ως αποτέλεσμα την πρώτη χρεοκοπία της χώρας.
Με την υπογραφή της Συνθήκης ειρηνεύσεως (24 Ιουνίου/6 Ιουλίου), απαγορεύτηκε στον Ιμπραήμ να κάνει οποιαδήποτε κίνηση με τον στόλο του. Τα στρατεύματά του όμως συνέχιζαν τις επιθέσεις τους. Στις 8/20 Οκτωβρίου ο ενωμένος στόλος των μεγάλων δυνάμεων μπαίνει στον κόλπο του Ναβαρίνου, όπου βρισκόταν αγκυροβολημένος ο τουρκοαιγυπτιακός, και ενώ ένα αγγλικό πλοίο κατευθύνεται σε αυτόν για να ζητήσει την απομάκρυνσή του, ξεκινούν οι πυροβολισμοί. Έτσι ξεκινά η ναυμαχία που θα καταλήξει στην καταστροφή του τουρκοαιγυπτιακού στόλου. Το αποτέλεσμα αυτό θα παίξει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη του ελληνοτουρκικού πολέμου, προϊδεάζοντας για την ανεξαρτησία της Ελλάδας.
Στις 26 Ιανουαρίου 1825, η Ελλάδα (με διαπραγματευτές τους Ιωάννη Ορλάνδο και Ανδρέα Λουριώτη) συνάπτει δέυτερο δάνειο. Η ονομαστική αξία του δανείου ήταν 2.000.000 λίρες, αλλά το παραχωρούμενο ποσό είχε οριστεί στο 55% του ονομαστικού (816.000 λίρες), και από αυτό κρατήθηκαν 284.000 λίρες για προκαταβολή τόκων δύο ετών, χρεολύσια, προμήθεια και άλλες δαπάνες. Τη διαχείριση του δεύτερου δανείου ανέλαβαν οι Άγγλοι τραπεζίτες και τα μέλη του Φιλελληνικού Κομιτάτου. Ένα τεράστιο ποσοστό του διατέθηκε για την αναχρηματοδότηση του πρώτου δανείου, για την αγορά όπλων και πυροβόλων, από τα οποία λίγα έφθασαν στην Ελλάδα, για την παραγγελία 6 ατμοκίνητων πλοίων, από τα οποία μόνο τρία ήρθαν στην Ελλάδα και για τη ναυπήγηση δύο φρεγατών σε ναυπηγεία της Νέας Υόρκης, από τις οποίες μόνο η μία έφτασε στην Ελλάδα. Έτσι, το ποσό που περιήλθε τελικά στην Ελλάδα μετά βίας ξεπερνούσε τις 232.000 λίρες, δηλαδή αντιστοιχούσε στο 1/9 περίπου του αρχικού δανείου. Το ποσό αυτό πάντως, αφενός ενίσχυσε σε ένα βαθμό το ελληνικό στράτευμα, ιδιαίτερα το ναυτικό, και αφετέρου συνέβαλε στην ταύτιση των ελληνικών συμφερόντων με αυτά των αγγλικών τραπεζών, καθώς τυχόν κατάρρευση του ελληνικού μετώπου θα οδηγούσε στην απώλεια των χρημάτων τους.
Τρία χρόνια μετά την αποτυχημένη προσπάθεια των Κιουταχή και Ομέρ Βρυώνη να καταλάβουν το Μεσολόγγι (1822), οι Οθωμανοί επανέρχονται στο εγχείρημα αυτό. Ο Σουλτάνος αναθέτει στον Κιουταχή να καταλάβει την Πόλη, συνδυαστικά αυτή τη φορά με την εκστρατεία του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο. Ο Κιουταχής έφτασε στο Μεσολόγγι στις 15 Απριλίου 1825, συνοδευόμενος από ένα πανίσχυρο σώμα 20.000 ανδρών, και ξεκίνησε αμέσως την πολιορκία.
Ο Ιμπραήμ επέσπευσε την απόβαση στην Πελοπόννησο, πληροφορούμενος τον εμφύλιο πόλεμο που μαινόταν εκεί. Έτσι, το Φεβρουάριο του 1825 αποβιβάστηκε στη Μεθώνη. Μέχρι τα τέλη του Απριλίου είχε καταλάβει τα κάστρα της Κορώνης και της Πύλου. Τον Ιούνιο το ίδιου έτους κατέλαβε και κατέστρεψε την Τριπολιτσά. Συνέχισε προς το Άργος και το Ναύπλιο, αλλά τον αναχαίτισαν ο Μακρυγιάννης και ο Υψηλάντης, με μία σπουδαία νίκη στους Μύλους της Αργολίδας. Το Νοέμβριο του 1825, ο Ιμπραήμ μεταφέρθηκε στο Μεσολόγγι, για να συνδράμει την πολιορκία της πόλης από τον Κιουταχή.
Στις αρχές του 1825, η επανάσταση διέτρεχε σοβαρό κίνδυνο, λόγω των πολλαπλών επιτυχιών του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, αλλά και της φυλάκισης κορυφαίων παραγόντων της Πελοποννήσου, όπως ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Ο Παπαφλέσσας, που ανησυχούσε ιδιαίτερα για την πορεία του Αγώνα, στα μέσα Μαΐου κατέλαβε την ανατολική πλευρά του όρους Μάλα, στο Μανιάκι της Μεσσηνίας. Ο Ιμπραήμ κίνησε πολύ γρήγορα εναντίον του με 6.000 πεζούς και ιππείς. Ο Παπαφλέσσας μπόρεσε να παρατάξει μόλις 1.300 άνδρες. Στην όψη των αιγυπτιακών στρατευμάτων στις 19 Μαΐου, αρκετοί Έλληνες φοβήθηκαν και αρνήθηκαν να πολεμήσουν. Τελικά, η ελληνική πλευρά απαριθμούσε μετά βίας 600 άνδρες. Η μάχη ξεκίνησε το πρωί της 20ης Μαΐου 1825 και διήρκεσε περίπου οκτώ ώρες. Παρά τη γενναία προσπάθεια των λιγοστών Ελλήνων να αμυνθούν, η αντίστασή τους κάμφθηκε με σχετική ευκολία, λόγω της τεράστιας αριθμητικής υπεροχής των αντιπάλων. Σχεδόν όλοι οι Έλληνες σκοτώθηκαν· ανάμεσά τους και ο ίδιος ο Παπαφλέσσας. Όταν κατέφθασαν ενισχύσεις ήταν πλέον αργά. Ο Ιμπραήμ στη συνέχεια ολοκλήρωσε την κατάληψη της Μεσσηνίας, με την πυρπόληση της Καλαμάτας, και έπειτα στράφηκε κατά της Τριπολιτσάς, την οποία κατέλαβε στις 11 Ιουνίου 1825.
Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, από την αρχή της επανάστασης, πρόσφερε πολλά σε αυτήν. Είχαν δημιουργηθεί όμως αρκετές προσωπικές έχθρες εναντίον του, καθώς επρόκειτο για ένα ιδιαίτερα ισχυρό αλλά και προσφιλή στο λαό ηγέτη. Βασιζόμενοι σε διάφορες αφορμές, οι εχθροί του τον κατηγόρησαν για προδοσία της πατρίδας. Τελικά, ο Ανδρούτσος παραδόθηκε στον Γιάννη Γκούρα (που άλλοτε υπήρξε πρωτοπαλίκαρό του), ο οποίος του υποσχέθηκε πως θα τον έστελνε στην Πελοπόννησο για να δικαστεί νομίμως. Δεν κράτησε όμως το λόγο του και τον φυλάκισε στην Ακρόπολη, όπου και διέταξε τη θανάτωσή του (5 Ιουνίου 1825). Αρχικά μάλιστα, ο θάνατός του παρουσιάστηκε σαν ατύχημα, πάνω στην υποτιθέμενη προσπάθεια του κρατουμένου να αποδράσει. Η αλήθεια όμως σύντομα αποκαλύφθηκε. Ο Ανδρούτσος υπήρξε το τελευταίο θύμα της εμφύλιας διαμάχης.
Στις αρχές του καλοκαιριού του 1825 οι Έλληνες βρίσκονταν σε απελπισία, λόγω των αλλεπάλληλων επιτυχιών του Ιμπραήμ έναντι των ελληνικών στρατευμάτων. Προς τα τέλη Ιουλίου, ο αγωνιστής Χριστόφορος Ζαχαριάδης μετέβη από τη Ζάκυνθο στα Λαγκάδια, όπου συνάντησε τους αρχηγούς των Πελοποννησίων, και τους προσκόμισε ένα σχέδιο πράξης, με την οποία οι Έλληνες ανέθεταν «την παρακαταθήκην της ελευθερίας, εθνικής ανεξαρτησίας και της πολιτικής υπάρξεως» του έθνους «εις την απόλυτον υπεράσπισιν της Μεγάλης Βρετανίας». Το σχέδιο αυτό είχε συζητηθεί και παλαιότερα από τους Πελοποννήσιους, αλλά δεν είχε υπογραφεί. Στην παρούσα όμως κατάσταση, οι αρχηγοί (Θ. Κολοκοτρώνης, Α. Μιαούλης, Α. Ζαΐμης κ.ά.) θεώρησαν ως μόνη σανίδα σωτηρίας την εξωτερική βοήθεια, γι αυτό και υπέγραψαν το έγγραφο στις 24 Ιουλίου. Την αίτηση προστασίας επίσης ενέκριναν και υπέγραψαν στις 24 Ιουλίου οι βουλευτές και όλα σχεδόν τα μέλη του εκτελεστικού. Ωστόσο, η βρετανική κυβέρνηση αρνήθηκε την προσφορά, καθώς σε αντίθετη περίπτωση θα δημιουργούσε μεγάλη αναστάτωση στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή.
Τον Ιούλιο του 1825, ο Κωνσταντίνος Κανάρης αποφάσισε να κάψει τον αιγυπτιακό στόλο, ως απάντηση στις πολλαπλές επιτυχίες του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο. Έτσι, ένας υδραίικος στολίσκος με τρία πυρπολικά και δύο μεγάλα πλοία, έφθασε στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας, στις 29 Ιουλίου. Οι τρεις πυρπολητές δε συνεννοήθηκαν σωστά, και ο Κανάρης επιχείρησε με εντυπωσιακή τόλμη να δράσει μόνος του. Ωστόσο η νηνεμία δυσκόλεψε τις ενέργειές του, και ο πολύτιμος χρόνος που είχε χαθεί οδήγησε στο να τον αντιληφθούν οι Αιγύπτιοι. Το πυρπολικό του δε βρήκε στόχο, και, πάνω στην ιδιαίτερα επικίνδυνη επιχείρηση διαφυγής, σκοτώθηκαν και τραυματίστηκαν μέλη του πληρώματός του. Το συμβάν προκάλεσε το θαυμασμό των ευρωπαίων για τον Κωνσταντίνο Κανάρη.
Στις 28 Δεκεμβρίου 1825, ο άγγλος πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη Στράτφορντ Κάνιγκ αποβιβάστηκε στην Ύδρα, αφού προηγουμένως πέρασε από τη Γενεύη και επισκέφθηκε τον Ιωάννη Καποδίστρια. Στην Ύδρα, συναντήθηκε με τους Ανδρέα Μιαούλη, Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και Κωνσταντίνο Ζωγράφο, και συζήτησε μαζί τους για την ανεπίσημη μεσολάβηση της Αγγλίας για την επίλυση του ελληνικού ζητήματος. Ο Κάνιγκ τόνισε πως, δεδομένων των επιτυχιών των Οθωμανών σε συνεργασία με τον Μεχμέτ Αλή, μια μορφή αυτονομίας της Ελλάδας, όπως αυτή των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών ή της Ραγκούζας, θα ήταν μία καλή βάση διαπραγμάτευσης με την Πύλη. Η ελληνική πλευρά όμως δήλωσε αποφασιστικά πως επιμένει στην ανεξαρτησία της Ελλάδας με κάθε κόστος, και πρόβαλε ως βόρειο σύνορο της χώρας τον Αξιό ποταμό στη Μακεδονία.
Το Μάρτιο του 1823 η Βρετανική κυβέρνηση αναγνωρίζει τους Έλληνες ως εμπολέμους. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε μία de facto αναγνώριση της ελληνικής επανάστασης.
Το Βουλευτικό συνέρχεται στο Άστρος στις 29 Μαρτίου 1823, και αναθεωρεί το Σύνταγμα της Επιδαύρου νομοτεχνικά αλλά και ουσιαστικά. Το Σύνταγμα έχει πλέον αυξημένη τυπική ισχύ και προστατεύει καλύτερα τα ατομικά δικαιώματα. Επειδή συνιστά αναθεώρηση του Συντάγματος της Επιδαύρου, ονομάζεται «Νόμος της Επιδαύρου».
Ο πρώτος εμφύλιος πόλεμος της επανάστασης έλαβε χώρα στην Πελοπόννησο κατά την περίοδο από το φθινόπωρο του 1823 μέχρι τον Ιούλιο του 1824. Από τη μία πλευρά ήταν οι «Κυβερνητικοί», δηλαδή οι Υδραίοι και οι προεστοί της βορειοδυτικής Πελοποννήσου (Ζαΐμης, Λόντος) και από την άλλη οι «Αντικυβερνητικοί», δηλαδή οι σημαντικότεροι προεστοί και στρατιωτικοί της Πελοποννήσου, υπό τον Κολοκοτρώνη. Η κάθε αντίπαλη ομάδα δημιούργησε τη δική της κυβέρνηση, με έδρες το Κρανίδι και την Τριπολιτσά αντίστοιχα. Κατά το Φεβρουάριο και το Μάρτιο του 1824 έγιναν σκληρές μάχες, με επικράτηση των «Κυβερνητικών». Μετά από διαπραγματεύσεις, συμφωνήθηκε ο τερματισμός των εχθροπραξιών στις 22 Μαΐου 1824. Ο Θ. Κολοκοτρώνης αναγνώρισε την κυβέρνηση Γ. Κουντουριώτη, η οποία τον Ιούλιο χορήγησε αμνηστία στους αντιπάλους της.
Από τον Οκτώβριο του 1822, και μετά την καταστροφική ήττα στο Πέτα (Ιούλιος 1822), το Μεσολόγγι είχε αποκλειστεί τόσο από ξηράς (υπό τον Ομέρ Βρυώνη και τον Κιουταχή επικεφαλής 11.000 ανδρών) όσο και από θαλάσσης (υπό τον Γιουσούφ Πασά). Οι πολιορκούμενοι βρίσκονταν σε πολύ δύσκολη θέση λόγω βασικών ελλείψεων. Οι Οθωμανοί όμως έχασαν πολύτιμο χρόνο, καθώς έλαβαν χώρα μακρές συζητήσεις για διενέργεια συμβιβασμού, στις οποίες τους παρέσυραν ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και ο Μάρκος Μπότσαρης, που υπερασπίζονταν την πόλη. Στο διάστημα αυτό, ο Ανδρέας Μιαούλης έσπασε το ναυτικό αποκλεισμό, και εφοδίασε το Μεσολόγγι με τρόφιμα, πολεμοφόδια, αλλά και 1.000 άνδρες. Η έφοδος των πολιορκητών που έγινε τη νύχτα της 24ης προς 25ης Δεκεμβρίου, είχε διαρρεύσει στην ελληνική πλευρά, οπότε οι αγωνιστές ήταν σε πλήρη ετοιμότητα. Οι Οθωμανοί ηττήθηκαν ολοσχερώς, και τελικά, στις 31 Δεκεμβρίου έλυσαν την πολιορκία.
Στις αρχές της ελληνικής επανάστασης η βρετανική πολιτική ήταν ιδιαίτερα εχθρική απέναντί της. Τον Αύγουστο του 1822 όμως, ο Γεώργιος Κάνιγκ διορίζεται Υπουργός Εξωτερικών της Αγγλίας. Το γεγονός αυτό σηματοδοτεί τη μεταστροφή της αγγλικής πολιτικής απέναντι στο ελληνικό ζήτημα.
Στις αρχές του Ιουλίου του 1822 ο αγώνας κινδύνεψε σοβαρά, λόγω της καθόδου στην Πελοπόννησο ισχυρής τουρκικής δύναμης, υπό τον Μαχμούτ Πασά, γνωστότερο ως Δράμαλη, που στόχευε να καταλάβει την Τριπολιτσά και να καταπνίξει την επανάσταση. Οι Έλληνες είχαν πανικοβληθεί. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης όμως, μέσα σε ελάχιστο χρόνο έλαβε δραστικά μέτρα, και κατόρθωσε να περιορίσει τα εχθρικά στρατεύματα στην Αργολίδα, ματαιώνοντας την πορεία τους προς την Τριπολιτσά. Ο Δράμαλης βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση λόγω έλλειψης τροφών, και θέλησε να υποχωρήσει προς την Κόρινθο. Ο Κολοκοτρώνης λοιπόν έσπευσε να καταλάβει τις στενές διαβάσεις που οδηγούσαν από το Άργος στην Κόρινθο. Έτσι, στις 26 Ιουλίου 1822, οι Τούρκοι υπέστησαν ολέθρια ήττα, χάνοντας πάνω από 3.000 άνδρες. Επρόκειτο για μία από τις σημαντικότερες μάχες της επανάστασης, όπου έλαμψε η στρατηγική ιδιοφυΐα του Θ. Κολοκοτρώνη. Διέπρεψαν επίσης ο Α. Υψηλάντης, ο Παπαφλέσσας αλλά και ο Νικήτας Σταματελόπουλος.
Στις 4 Ιουλίου 1822 στο χωριό Πέτα, πέντε χιλιόμετρα ανατολικά της Άρτας, οι 2.000 περίπου Έλληνες και Φιλέλληνες αγωνιστές, ηττήθηκαν κατά κράτος από ένα σώμα περίπου 8.000 Τούρκων και Αλβανών. Επρόκειτο για μία από τις πιο βαριές ελληνικές ήττες στη διάρκεια του αγώνα.
Προκειμένου να παρθεί εκδίκηση για τη σφαγή της Χίου, συγκροτήθηκε μία αρμάδα από 64 πλοία (υδραίικα, σπετσιώτικα και ψαριανά), τα οποία συγκεντρώθηκαν στα Ψαρρά, κατά τα τέλη του Απριλίου, και περίμεναν την ευκαιρία να δράσουν. Μετά από κάποιες αποτυχημένες προσπάθειες επίθεσης, τελικά, τη νύχτα της 6ης προς 7ης Ιουνίου, ο σκοπός ευοδώθηκε: ενώ οι Τούρκοι αξιωματικοί είχαν συγκεντρωθεί στη ναυαρχίδα του τουρκικού στόλου για να γιορτάσουν τη λήξη του ραμαζανιού, ο Ψαριανός Κωνσταντίνος Κανάρης κατάφερε να προσδέσει το πυρπολικό του στη ναυαρχίδα, η οποία τυλίχτηκε στις φλόγες. Το θάνατο βρήκαν περίπου 2.000 άνδρες που βρίσκονταν στο πλοίο, μεταξύ των οποίων και ο Καρά Αλής, επικεφαλής της καταστροφής της Χίου.
Οι κυρίαρχες τάξεις της Χίου, που διέπρεπαν στο εμπόριο, ήταν ιδιαίτερα προνομιούχες, και γι' αυτό δίσταζαν να συμμετάσχουν στον ξεσηκωμό. Στις 10 Μαρτίου όμως, αποβιβάστηκαν στη Χίο επαναστατικές δυνάμεις υπό τους Αντώνιο Μπουρνιά και Λυκούργο Λογοθέτη, οι οποίοι κατάφεραν να ξεσηκώσουν τους ντόπιους (κυρίως τους κατοίκους της υπαίθρου). Ο Σουλτάνος εξοργίστηκε με την «αχαριστία» των Χιωτών, στους οποίους είχε παραχωρήσει πολλά προνόμια. Στις 30 Μαρτίου 1822, ο τουρκικός στόλος με επικεφαλής τον Καρά Αλή έφθασε στη Χίο. Μετά από έντονο βομβαρδισμό, αποβιβάστηκαν στο νησί 7.000 άνδρες. Η κακοσχεδιασμένη ελληνική εξέγερση κατεστάλη με ευκολία, καθώς ο Λογοθέτης και οι Σάμιοι εγκατέλειψαν το νησί. Ακολούθησε πυρπόληση όλου του νησιού και τρομερές σφαγές. Δεκάδες χιλιάδες Χριστιανοί σφαγιάστηκαν και αιχμαλωτίστηκαν. Το γεγονός συγκλόνισε την ευρωπαϊκή ήπειρο.
Μετά την άλωση της Τριπολιτσάς η επανάσταση επικρατεί. Ο Δημήτριος Υψηλάντης συγκαλεί Εθνοσυνέλευση, που συνέρχεται στην Πιάδα, κοντά στην αρχαία Επίδαυρο, στις 20 Δεκεμβρίου 1821, μέσα σε έξαλλο ενθουσιασμό. Από τότε αρχίζει η οργάνωση σε νομικό πρόσωπο, δηλαδή η de facto κατάσταση γίνεται κράτος. Η Εθνοσυνέλευση ψηφίζει Σύνταγμα την 1η Ιανουαρίου 1822, το οποίο υιοθετεί το αντιπροσωπευτικό σύστημα και τον χωρισμό των εξουσιών, και τιτλοφορείται «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος». Το Σύνταγμα αυτό εφαρμόστηκε μόνο εν μέρει, μέσα στη δίνη της επανάστασης, έδωσε όμως το πολιτικό και ιδεολογικό στίγμα της Παλιγγενεσίας.
Η επανάσταση εδραιώνεται πλέον στην Πελοπόννησο.
Ο Αθανάσιος Διάκος (πραγματικό όνομα: Αθανάσιος Γραμματικός) πρωταγωνίστησε στην έκρηξη και εξέλιξη της επανάστασης στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα, σημειώνοντας στην περιοχή πολλές επιτυχίες έναντι των Οθωμανών. Συγκεκριμένα, είχε καταφέρει να καταλάβει τη Λιβαδιά, τη Θήβα και την Αταλάντη. Στη μάχη της Αλαμάνας (23 Απριλίου 1821), ο Διάκος και οι λιγοστοί άνδρες του προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν τον Κιοσέ Μεχμέτ και τον Ομέρ Βρυώνη, οι οποίοι είχαν εντολή να καταστείλουν την επανάσταση στη Ρούμελη, και έπειτα να μεταβούν στην Πελοπόννησο. Μετά από μία ηρωική μάχη, ο Διάκος τραυματίζεται και συλλαμβάνεται. Την επομένη, μεταφέρεται στη Λαμία, όπου αρνείται να συνεργαστεί με τους Οθωμανούς. Οι τελευταίοι, προχώρησαν λοιπόν στην παραδειγματική τιμωρία του, δηλαδή σε θάνατο διά ανασκολοπισμού.
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, ως ηγέτης της Φιλικής Εταιρείας, ξεκίνησε από τη Ρωσία, πέρασε τον ποταμό Προύθο (σύνορο τότε της Ρωσίας με την ηγεμονία της Μολδαβίας) και βρέθηκε στη Μολδαβία, όπου τον υποδέχτηκε ο Μιχαήλ Σούτσος, ηγεμόνας της Μολδαβίας και μυημένος στη Φιλική Εταιρεία. Οι δυο άνδρες, μαζί με 2.000 περίπου μαχητές, έφθασαν στο Ιάσιο (πρωτεύουσα της Μολδαβίας) στις 22 Φεβρουαρίου 1821. Εκεί, δύο μέρες μετά, ο Υψηλάντης κυκλοφορεί την επαναστατική προκήρυξη «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος», με την οποία ζητεί από τους Έλληνες να επαναστατήσουν. Σηματοδοτείται λοιπόν η επίσημη έναρξη της επανάστασης στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες.
Μετά την κατάληψη του Σουλίου, ο Αλή Πασάς αποφασίζει την εξόντωση των Σουλιωτών που βρίσκονταν στο Ζάλογγο, και οι οποίοι είχαν αναγκαστεί με συνθήκη να εγκαταλείψουν τα χωριά τους. Η αιφνιδιαστική επίθεση των στρατευμάτων του Πασά οδήγησε σε μια σφοδρή μάχη με πολλές απώλειες και για τις δύο πλευρές. Με μια ηρωική απόφαση οι Σουλιώτισσες μαζί με τα παιδιά τους έπεσαν από τον γκρεμό προκειμένου να μην συλληφθούν από τον Πασά, προκαλώντας ιδιαίτερη συγκίνηση στον ελληνικό αλλά και τον ευρωπαϊκό κόσμο.