Γιώργος Ρόρρης για τη Μαρία Φιλοπούλου: «Θεατές όπως Ίκαροι φτερωτοί»
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Γιώργος Ρόρρης για τη Μαρία Φιλοπούλου: «Θεατές όπως Ίκαροι φτερωτοί»

Γνώρισα την Μαρία αρχές της δεκαετίας του ’80 στο φροντιστήριο του Νίκου Στέφου όπου πήραμε και οι δυο μας μαζί με άλλους πολλούς και εκλεκτούς σήμερα συναδέλφους, τα πρώτα μας πλην όμως θεμελιώδη μαθήματα ελεύθερου σχεδίου. Γίναμε φίλοι, νοικιάσαμε και το πρώτο μας ατελιέ στην Μ. Βόδα μαζί με άλλους. Έφυγε στο Παρίσι, γύρισε, έκανε την πρώτη της έκθεση στην γκαλερί Ώρα. Κατόπιν, άλλες πολλές… Τα χρόνια πέρασαν αλλά δεν έφθειραν την φιλία μας και την εκτίμηση που τρέφω για την ίδια και το σπουδαίο έργο της.

Σ’ αυτό το έργο θα ήθελα να σταθώ και να πω δυο λόγια. Μετρώ πάντα την αξία, το μέγεθος, την σημασία του έργου ενός καλλιτέχνη, προσπαθώντας να φανταστώ τι θα σήμαινε για μας η απουσία του. Εάν η απουσία του έργου του θα σήμαινε μια απώλεια σημαντική για τον τρόπο που βιώνουμε τον κόσμο. Για την περίπτωση λοιπόν της Μαρίας απαντώ αμέσως πως ναι θα ήταν ελλιπέστερος ο τρόπος διά του οποίου νιώθουμε τον κόσμο. Ιδιαίτερα τον κόσμο που με τόση απλοχεριά μας παρουσιάζει.

Σήμερα θα έλεγα με μια σιγουριά πλέον ότι αυτό που όλοι αναγνωρίζουμε σαν το «ύφος» της, αυτό που μας κάνει να λέμε από μακριά α! να ένα έργο της Μαρίας! άρχισε να δημιουργείται στα χρόνια των σπουδών της στο Παρίσι. Εκεί, υπό την αυστηρή εποπτεία του δασκάλου μας Κρεμονίνι, ο «κόσμος» της Μαρίας άρχισε να αποκτά όλο και πιο ευρείες διαστάσεις. Το βλέμμα της άπληστο και φιλοπερίεργο αιχμαλώτιζε μέσα στο πλαίσιο του πίνακα όλο και πιο ευρυγώνιες οπτικές λήψεις, επιζητώντας ουτοπικά να ζωγραφίσει κι αυτό που βρισκόταν πίσω της, εκτός του οπτικού της πεδίου, το οποίο είχε φροντίσει να το ευρύνει ως τα ακραία του όρια. Ζωγράφιζε σα να μην είχε σπονδυλική στήλη, αυχένα και οφθαλμούς ανθρώπου, αλλά πτηνού ή ιχθύος, όντων ελεύθερων και αδέσμευτων.

Εκεί λοιπόν ετέθησαν οι βάσεις επί των οποίων αργότερα οικοδόμησε τον κόσμο της. Σκάλες περιστρεφόμενες στο άπειρο, θερμοκήπια και φυτά με πάμπολλα σημεία φυγής και, τέλος, το μεγάλο της «θέμα»: το νερό, η θάλασσα, η παραλία, ο βυθός, ο καταρράκτης, αλλά και οι άνθρωποι εντός αυτού του κόσμου.

Μας τοποθέτησε ψηλά σε ρόλο εποπτεύοντος της στραφταλίζουσας θάλασσας. Ίκαροι φτερωτοί που χαιρόμαστε το σύμπαν του υγρού στοιχείου και αίφνης πέφτουμε χαρούμενοι στο βυθό να γευθούμε τη δροσιά και την αρμύρα. Εκεί, εκστασιασμένοι αντικρίζουμε τα νεανικά σώματα των κολυμβητών που χαίρονται το νερό ελεύθεροι από κάθε νόμο και κάθε δέσμευση. Πρωτοφανής η τόλμη της δημιουργού να μετατρέπει τους θεατές της πότε σε πτηνά αιωρούμενα, πότε σε πλάσματα της θάλασσας απαλλαγμένα από την δέσμευση της βαρύτητας. Κι όλα αυτά με μια απλοχεριά και μια πληθώρα χρώματος που σου τσούζει τα μάτια.

Έπρεπε εμείς, οι κάτοικοι τούτης της χώρας της θαλασσινής να περιμένουμε από τη Μαρία Φιλοπούλου να μας δείξει με ορμή τι βλέπουμε μπροστά μας. Γιατί αυτό κάνει η ζωγραφική της: καθιστά το αόρατο ζωντανή, πειστική, χειροπιαστή εμπειρία. Γι’ αυτόν τον λόγο λοιπόν θα ήταν απώλεια, σημαντική μάλιστα, η απουσία της ζωγραφικής της και αυτό ακριβώς την κάνει σημαντική και απαραίτητη.

 

(Mε αφορμή την έκθεση της Μαρίας Φιλοπούλου «Προσωπικοί Παράδεισοι»)