ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ I
Έγκλειστοι στα σπίτια μας και ακριβώς ένα χρόνο πριν από την επέτειο της έναρξης του Πολέμου της Ανεξαρτησίας είναι ευκαιρία να ανακεφαλαιώσουμε όσα έχουν λεχθεί και προταθεί γύρω από το ζήτημα του εορτασμού. Δεν είναι μυστικό ότι σε κάθε χωριό, κωμόπολη και πόλη προετοιμάζονται εκδηλώσεις που θα δείξουν την ιδιαίτερη συμβολή κάθε τόπου στην ελληνική επανάσταση, ενώ το ίδιο ισχύει και για τους οργανισμούς, τα ιδρύματα ιδιωτικού ή δημόσιου χαρακτήρα. Παράλληλα οι συζητήσεις, επιστημονικές και μη, για συναφή θέματα αυξάνονται με ταχύτατο ρυθμό. Μάλιστα αν δεν είχαμε την εμπειρία του κορωναϊού, το πρώτο διεθνές συνέδριο για την Επανάσταση θα είχε ήδη πραγματοποιηθεί, οργανωμένο από το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο. Τέλος, επιτροπές και παραεπιτροπές συστήνονται για να προγραμματίσουν και συντονίσουν εκδηλώσεις, ενώ μεγάλες εκθέσεις κάθε είδους βρίσκονται ήδη στα σκαριά στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Πολύ φυσιολογικά όλα αυτά θα μού πείτε και θα συμφωνήσω, αλλά για αυτόν ακριβώς το λόγο ίσως να αξίζει τον κόπο να επωφεληθούμε, όπως είπα, της ανάπαυλας του υποχρεωτικού εγκλεισμού και να αναζητήσουμε τις βασικές τάσεις που χαρακτηρίζουν όλη αυτήν την προετοιμασία για τον εορτασμό του 1821. Διότι εύκολα θα μπορούσε κανείς να διαπιστώσει κάποια μοτίβα που έρχονται και επανέρχονται στις συζητήσεις και εκδηλώσεις που προετοιμάζονται. Θα προσπαθήσω λοιπόν να ομαδοποιήσω τα μοτίβα αυτά σε ευρύτερες ενότητες και να τα σχολιάσω.
Η πρώτη μεγάλη ενότητα που μπορεί να εντοπίσει κανείς αφορά το περιεχόμενο του εορτασμού του 1821. Τι ακριβώς αντιπροσωπεύει τι γιορτάζουμε. Οι απόψεις είναι πολλές και διίστανται. Μένω στις πιο σημαντικές από αυτές. Πολλοί καθόλα αξιόλογοι σχολιαστές θεωρούν ότι οι εορτασμοί για τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821 αποτελούν την ευκαιρία να αναστοχαστούμε το παρελθόν μας, να αναζητήσουμε την εθνική αυτογνωσία μας. Οι σκέψεις αυτές μού θυμίζουν τον εαυτό μου που για σαράντα χρόνια ορκιζόμουνα ότι θα κόψω το τσιγάρο στις απαρχές κάθε νέου έτους. Ποτέ δεν τα κατάφερα με τη θέλησή μου, αλλά στο τέλος το έκοψα γιατί δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς… Ή, με άλλα λόγια, μια χώρα που ποτέ δεν είχε το θάρρος να συζητήσει σοβαρά τα ζητήματα που άπτονται θεμελιωδών στοιχείων της ύπαρξής της, για ποιο λόγο θα το έκανε με την ευκαιρία μιας επετείου όσο σημαντικής και να είναι; Δεν το καταφέραμε στη διάρκεια δέκα χρόνων που κράτησε η κρίση, η οποία έθεσε σε αμφισβήτηση κάθε στερεότυπο της κοινωνικής μας πραγματικότητας και θα το κάνουμε τώρα; Ίσως να συμβεί αλλά μόνο εξαιτίας του κορωναϊού και του προσφυγικού, ασφαλώς όχι λόγω της επετείου. Μία τέτοια σκέψη μού φαίνεται εξαιρετικά αφελής.
Μία δεύτερη πλευρά στην προσπάθεια εντοπισμού του τι ακριβώς θα γιορτάσουμε το 2021 είναι διαφορετικού χαρακτήρα. Ορισμένοι ιστορικοί υποδεικνύουν ότι αυτό που γιορτάζουμε δεν είναι τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από την ύπαρξή μας, όπως διαμορφώθηκε μέσα από μία διαδικασία που ανάγεται στην Επανάσταση. Αντιστρόφως, άλλοι, στην προσπάθειά τους να πουν κάτι διαφορετικό προτείνουν να μην εορτάζουμε την Επανάσταση και τη δημιουργία του ελληνικού κράτους από κοινού γιατί πρόκειται για δύο διακριτά γεγονότα. Πρόκειται για δύο διαφορετικές αναγνώσεις του ίδιου φαινομένου. Τέτοιες αντιθέσεις θα συναντήσουμε στο μέλλον πολλές γιατί ο κάθε ένας από εμάς δίνει το δικό του περιεχόμενο στον εορτασμό της Επανάστασης, όπως καλή ώρα έκαναν και οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές της για τη συμμετοχή τους σε αυτήν. Όπως και να το κάνουμε η ιστορία, με μικρό ή μεγάλο ι, είναι πεδίο κατεξοχήν πολιτικό και θα παραμείνει, όσες προσπάθειες και να γίνουν για να υποστηριχθεί το αντίθετο από τους πιο «πολιτικοποιημένους» ιστορικούς.
Φοβάμαι μόνο ότι υπάρχει μία διαφορά ανάμεσα στο περιεχόμενο που δίνουμε στον εορτασμό και στον τρόπο που οι ιστορικοί κατανοούν την Επανάσταση. Όλα τα πολιτικά καθεστώτα και η δημοκρατία ανάμεσα σε αυτά, αναζητούν τις ευκαιρίες για να γιορτάσουν την πραγματική ή υποθετική ενότητά τους. Και ορθά πράττουν γιατί χρειάζονται αυτές οι εκδηλώσεις μέσα από τις οποίες ενισχύεται μία εθνική ταυτότητα. Ευτυχώς δεν έχουμε περάσει σε ένα διαφορετικό κοινωνικό καθεστώς για να γιορτάσουμε κάτι άλλο, ένα διαφορετικό σύμβολο ή μια ηγετική προσωπικότητα. Εκείνο που χρειάζεται είναι στοιχειωδώς καλή αισθητική, μέτρο και να αποφύγουμε την προσπάθεια χρωματισμού του φαινομένου με την «ιστορική ορθότητα» που είναι διαφορετική για κάθε έναν από εμάς και η οποία δεν προσφέρει τίποτα και δεν δημιουργεί παρά τις προϋποθέσεις για άγονες συζητήσεις. Μπορούμε να διατηρήσουμε τις απόψεις μας, που τελικά μικρή σημασία έχουν. Θα επανέλθω όμως στο σημείο αυτό την επόμενη βδομάδα.
Η δεύτερη πτυχή της ανακεφαλαίωσης που επιχειρώ αφορά το γνωστικό κομμάτι, δηλαδή τι ακριβώς γνωρίζουμε και τι μπορούμε να μάθουμε για τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας με αφορμή την επέτειό του. Ας θυμίσω λοιπόν ότι η ιστορία της Επανάστασης αποτελεί ένα από τα πλέον παραγνωρισμένα αντικείμενα της σύγχρονης – δηλαδή μετά το 1974 - ιστοριογραφίας μας και κατ’ επέκταση οι αναγνώσεις του φαινομένου βρίσκονται σε αντίστοιχο επίπεδο, όσο και αν έγιναν κάποιες φιλότιμες πλην όμως μεμονωμένες προσπάθειες για κάτι καλύτερο. Δεν έχω ακριβώς υπόψη μου αλλά από το λίγο που γνωρίζω σε ελάχιστα Τμήματα Ιστορίας υπήρχε συστηματική διδασκαλία της Ιστορίας της Επανάστασης, ενώ και τα σχετικά πρόσφατα δημοσιεύματα για το θέμα δεν θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι αφθονούν.
Κατά τη γνώμη μου δύο είναι τα χαρακτηριστικά της ιστοριογραφίας για την Επανάσταση έτσι όπως έχει διαμορφωθεί: καμία επαφή με τη διεθνή βιβλιογραφία για τις Επαναστάσεις – αυτή τη στιγμή γίνεται λόγος για την 5η γενιά των θεωριών της Επανάστασης - και ως αποτέλεσμα αυτής της αδυναμίας εξακολουθούμε και διαβάζουμε την Επανάσταση με τους όρους του Κοραή: δηλαδή ως μία οικονομική και πνευματική άνοδο των Ρωμιών σε μία στάσιμη ή παρακμάζουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το τι συνέβαινε στην Οθωμανική αυτοκρατορία περιορίζεται συνήθως σε μία αφελή αναφορά στον Αλή πασά.
Δεν θα αναζητήσω εδώ τα αίτια αυτής της κατάστασης για την οποία, άλλωστε έχουν γραφτεί πολλά. Θα σταθώ μόνο σε ένα χαρακτηριστικό της ιστοριογραφίας μας που δείχνει και την αδυναμία της: Απουσιάζει μία ιστορία της Επανάστασης που να ανταποκρίνεται στις διεθνείς ιστοριογραφικές προδιαγραφές. Κάτι τέτοιο θα βοηθούσε να αντιμετωπιστούν οι ισοπεδωτικές παρουσιάσεις έργων για την Επανάσταση, όπως κατά κόρον συμβαίνει προσφάτως, με ευθύνη των δημοσιογράφων, αλλά και των ιστορικών κατά δεύτερο λόγο. Διότι δυσκολεύομαι να δω, επί παραδείγματι, τι το ιδιαίτερο έχει να προσφέρει το έργο του Woodhouse ή άλλων ασήμαντων και αδαών ξένων ιστορικών για την ιστορία της Επανάστασης ώστε να εξομοιώνεται με τις πολύ αξιόλογες πρόσφατες εργασίες που εξέδωσε το Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών. Και όμως τα συναντώ συνέχεια στον τύπο να παρουσιάζονται ως ισότιμα. Τέλος, η απουσία κάποιων κριτηρίων αξιολόγησης των γραπτών όλων μας οδηγεί συχνά σε τραγελαφικά αποτελέσματα όπως π.χ. να γίνεται λόγος για τον φιλελεύθερο χαρακτήρα της με την επίκληση ιστορικών μαρξιστικού προσανατολισμού.
ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ ΙI
Η ιστορία είναι η λέξη που επιλέξαμε από το αρχαιοελληνικό διανοητικό οπλοστάσιο για να φέρουμε μαζί το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, ότι ο τρόπος με τον οποίο κατανοούμε το παρελθόν προσδιορίζει αναγκαστικά τις δυνατότητές μας να κατανοήσουμε το παρόν, καθώς επίσης και τις προσπάθειές μας να προβλέψουμε το μέλλον. Αυτή η διαπίστωση με διευκολύνει να συνεχίσω την προσπάθεια, που ξεκίνησα την προηγούμενη βδομάδα, να παρουσιάσω και να σχολιάσω τις συζητήσεις που γίνονται και τα προβλήματα που εγείρονται με την ευκαιρία της επετείου των 200 χρόνων από την έναρξη του Πολέμου της Ανεξαρτησίας. Με διευκολύνει εξίσου και να εξηγήσω τις προθέσεις μου, κάτι που δεν έκανα την προηγούμενη βδομάδα. Διότι πιστεύω βαθύτατα ότι οι απόψεις που διατυπώνονται για τα θέματα αυτά, επί της ουσίας υποκρύπτουν αντιλήψεις και στερεότυπα για το τι συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα και πώς θα πρέπει να δούμε το μέλλον της χώρας μας.
Σε ορισμένες περιπτώσεις αυτό δεν κρύβεται αλλά είναι κραυγαλέο και συχνά ανατριχιαστικό. Είπε προσφάτως σε συνέντευξή του ένας «ιστορικός»: «Το ζήτημα είναι να πιάσουμε τον συναισθηματικό δεσμό (μεταξύ του κοινού και της ιστορίας) και να το γείρουμε προς τη σωστή πλευρά». Πίστευα και εξακολουθώ να πιστεύω ότι υπάρχουν καλά και κακά βιβλία ιστορίας και όχι σωστά και λάθος (άραγε ποιος να είναι ο κριτής;). Πάντως δεν με εκπλήσσει αυτή η αντίληψη για μία σωστή και μία λάθος αντίληψη της ιστορίας, ολοκληρωτικής προφανώς χροιάς, προϊδεάζει ωστόσο για το πώς θα εξελιχθούν οι «συζητήσεις» για τα ποικίλα θέματα που θα προκύψουν στο δρόμο προς την επέτειο. Ο κίνδυνος βέβαια είναι για μία ακόμη φορά οι Έλληνες ιστορικοί να χάσουν την ουσία στο όνομα μίας προσπάθειας για τη «σωστή» πλευρά της ιστορίας. Το κοινό ελάχιστα ενδιαφέρεται για μία συζήτηση που αλλού θα φιλοξενούνταν σε σελίδες επιστημονικών περιοδικών, που απλά δεν υπάρχουν στην Ελλάδα, και η οποία θα του είναι ακατανόητη. Σημασία έχει να μπορέσουμε να βγάλουμε μερικά καλά βιβλία, που δεν θα απευθύνονται μόνο στους ειδικούς, αλλά και οι συζητήσεις για τον εορτασμό και το 1821 να μας φέρουν πιο κοντά σε αντιλήψεις και προτάσεις για το μέλλον, κάτι που δεν νομίζω ότι συμβαίνει.
Έτσι, ακούγεται ίσως πολύ σωστό να υποστηρίζουμε τη διδασκαλία της ιστορίας του 1821 επωφελούμενοι από τα νέα μέσα διδασκαλίας με τα οποία είναι εξοικειωμένες οι νέες γενιές. Ομοίως ορθό είναι ότι θα πρέπει να αξιοποιήσουμε, αν θέλουμε, να καταλάβουμε τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας τα Απομνημονεύματα των Αγωνιστών. Φοβάμαι μόνο ότι οι προτάσεις αυτές χωλαίνουν στα θεμέλιά τους. Στο μέτρο που η ιστορία στα σχολεία διδάσκεται από γυμναστές, θεολόγους, φιλολόγους και όχι από τους καθ’ ύλην αρμόδιους, τους ιστορικούς δηλαδή, τότε ότι και να προσπαθήσει κανείς θα αποτύχει. Επομένως το σχήμα είναι πρωθύστερο: μιλάμε για τα εργαλεία χωρίς να έχουμε λύσει το πρόβλημα του ποιος είναι κατάλληλος να τα χειριστεί.
Τελευταίο θέμα που θα με απασχολήσει είναι εκείνο που προέκυψε με την κρίση του κορωναϊού. Μεγάλος αριθμός υπογραφών συγκεντρώθηκε με αίτημα την διάθεση όσων χρημάτων προορίζονταν για τους εορτασμούς των 200 χρόνων από την Επανάσταση για την ενίσχυση του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Πρόκειται για μεμψιμοιρίες θα μού πείτε και ως ένα βαθμό θα έχετε δίκιο. Αλλά, επίσης, θα πρέπει να τονισθεί ότι η άποψη αυτή δεν ανταποκρίνεται στις συνθήκες προετοιμασίας των εορτασμών, πρώτα διότι τα χρήματα για τους εορτασμούς προέρχονται από ιδιωτικούς κατά κύριο λόγο φορείς, που μόνοι τους θα αποφασίσουν πού θα δώσουν προτεραιότητα – ήδη πολλοί από τους φορείς αυτούς ενίσχυσαν τις υποδομές για την αντιμετώπιση της επιδημίας – και δεύτερον τα χρήματα αυτά – ιδιωτικά και δημόσια – δεν είναι τόσο σημαντικά για να φέρουν μία αλλαγή στο εθνικό σύστημα υγείας, πολύ περισσότερο για να το καταστήσουν ικανό να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις μιας πανδημίας. Έτσι και αλλιώς κανένα σύστημα υγείας ανά τον κόσμο δεν είναι σε θέση να το κάνει. Άλλωστε, το πρόβλημα κατά τη γνώμη μου στην Ελλάδα δεν είναι η έλλειψη χρημάτων, αλλά η οργάνωση, ο τρόπος με τον οποίο τα υφιστάμενα χρήματα αξιοποιούνται.
Επομένως, και για να ολοκληρώσω, το πρόβλημα που θα έχουμε αν φτάσουμε στον εορτασμό του 1821 χωρίς άλλες κρίσεις, είναι χαρακτηριστικά ελληνικό: δεν έχουμε την οργάνωση για να συντονίσουμε όλες τις επί μέρους προσπάθειες. Και αυτό που αποτελεί ειρωνεία φαίνεται στο ότι ενώ το κράτος έχει συστήσει μία επιτροπή για τον εορτασμό, άλλες επιτροπές εμφανίζονται διεκδικώντας άραγε τι, εκτός από την ικανοποίηση προσωπικών φιλοδοξιών. Πώς μπορεί να επιτευχθεί ένας στοιχειώδης συντονισμός, που θα περιορίσει τις υπερβολές και τις σπατάλες. Ασφαλώς ο κάθε ένας έχει δικαίωμα να κάνει ότι θέλει, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ο «θόρυβος» που δημιουργείται διευκολύνει τα πράγματα ή καθιστά την εικόνα της επετείου λιγότερο θαμπή.
Κάποια παραδείγματα: να χρηματοδοτηθούν έρευνες για το 1821 με την ευκαιρία της επετείου μού φαίνεται λίγο ευκαιριακό. Όχι πως δεν υπάρχει ανάγκη για κάτι τέτοιο, αλλά θα ήταν πιο χρήσιμο να αποφασίσουμε την ίδρυση ενός Ερευνητικού Ιδρύματος για τη Μελέτη του 1821. Θα έμενε κάτι και οι έρευνες μπορούν ακολουθήσουν. Τα δεκάδες ταξίδια που έχουν προγραμματιστεί από Ιδρύματα, που μετατρέπονται σε ταξιδιωτικά γραφεία, δεν βλέπω τι θα αποφέρουν, πέραν της ευχαρίστησης των ταξιδιωτών. Ένα πολύ μεγάλο διεθνές συνέδριο, χωρίς αποκλεισμούς όπως συμβαίνει συνήθως και με διεθνείς όρους για την πρόσκληση των ομιλητών, θα είχε κάτι να προσφέρει παραπάνω, να δούμε που βρισκόμαστε σε διεθνές επίπεδο, και όχι να φανεί η τάδε ή η δείνα ομάδα, που πιστεύει ότι μόνο αυτή γνωρίζει την αλήθεια. Και παράλληλα, τα χρήματα διαφόρων φορέων που σκορπίζονται εδώ και εκεί για να κολακεύονται εγωισμοί θα μπορούσαν να συγκεντρωθούν και να μπουν οι βάσεις για ένα Ίδρυμα Προχωρημένων Σπουδών (Institute for Advanced Studies) που λείπει από την Ελλάδα. Τα παραδείγματα που θα μπορούσαν να δώσω είναι πολλά, αλλά φοβάμαι ότι θα καταλήξουμε να περιοριστούμε στα μικρά και μίζερα.
Ο μέγας κίνδυνος είναι ένας μεγάλος αριθμός δραστηριοτήτων, που συχνά θα επικαλύπτονται, με αποτέλεσμα ακόμη και οι εκδηλώσεις – και εννοώ κάθε τι που θα περιλαμβάνεται στον εορτασμό – που θα έχουν κάτι να πουν να χάνονται υπό το βάρος της κακογουστιάς, του φανατισμού και της πληθώρας. Πολλές μικρές εκδηλώσεις δεν πρόκειται να αφήσουν το στίγμα που θα μπορούσε να δώσει μία και μεγάλη. Αυτός είναι και ο λόγος που επιμένω πως υπό την αιγίδα του κράτους πρέπει να πραγματοποιηθούν μερικές μεγάλες και σημαντικές εκδηλώσεις – επιμένω λίγες στον αριθμό – και από κει και πέρα ας κάνει κανείς ότι θέλει, αλλά με τους δικούς του πόρους, χωρίς ωστόσο να μπορούμε να ελπίζουμε ότι η δαπάνη αυτή θα πιάσει τόπο.
Ελπίζω ότι υπό το βάρος της κρίσης του κορωναϊού οι επιλογές μας θα είναι πιο σοφές και λιγότερο ευκαιριακές από αυτό που δείχνουν να είναι μέχρι τώρα.
Πηγή: Τα Νέα
Φωτό: Γιώργος Αδάμος/LIFO